γιορτή. Η προεκλογική περίοδος τελειώνει. Η γιορτή του υπερθετικού τερματίζεται(;). Κάθε φορά αυτό γίνεται. Οι εμπλεκόμενοι δεν αισθάνονται τίποτε λιγότερο από μονομάχοι. Ο πόλεμος της γλώσσας διεξάγεται με τα όπλα ακονισμένα στο έπακρο. Φονικά επίθετα-χαρακτηρισμοί και φράσεις-ρουκέτες διάρκειας πέντε δευτερολέπτων έχουν την τιμητική τους, πηγαίνουν κι έρχονται, σχίζουν τον αέρα. Μαριονέτα, νούμερο, βρωμόφατσα είναι κάποια από τα βλήματα που σφράγισαν τις λεκτικές ανταλλαγές της τελευταίας εβδομάδας. Το πολιτικό προσωπικό ξεδιπλώνει τις αποσκευές του. Οι μνήμες της ντουντούκας αφενός και οι απαιτήσεις του τηλεοπτικού χρόνου αφετέρου τροφοδοτούν την παραγωγή του συνθήματος που ηχεί εντυπωσιακά στο κενό. Γιατί, τελικά, για μια γιορτή του κενού πρόκειται. Είναι το κενό που προκύπτει από την ολική αχρήστευση της γλώσσας και την αντικατάστασή της από έναν αμετάβατο ήχο (βλ. λήμμα «φτηνολεξία»). Είναι το μνημόσυνο της παιδείας του αμφιθεάτρου και των συνελεύσεων, θα ‘λεγες το μνημόσυνο της Μεταπολίτευσης. Ενώ γύρω η ζωή συνεχίζεται. Φαίνεται ότι στην Ελλάδα τίποτα δεν έχει τη δύναμη των παρελθόντων αιώνων.

δημοκρατία. Η νίκη της πάνω στον κόσμο της φυλής δεν είναι ποτέ ολοκληρωτική. Γι’ αυτό ο εμφύλιος στοιχειώνει πάντα τη μνήμη του συλλογικού. Πάνω σ’ αυτόν τον τρόμο θεμελίωσαν τη δημοκρατία οι αρχαίοι Ελληνες με την έγνοια να μετατρέψουν σε δημιουργικό αγώνα το ενδεχόμενο του πολέμου. Μ’ αυτό το στοίχημα είχαν, έχουν και θα έχουν ανοιχτό λογαριασμό όλες οι μεταγενέστερες δημοκρατίες. Γι’ αυτό χρειάζεται κατανόηση.

δημοψήφισμα. Δεν έγινε το 2010. Θα γίνει το 2014. Είναι γεγονός ότι κάποτε πρέπει να γίνει ένα δημοψήφισμα. Κάποιος ζήτησε να το κάνει το 2011. Του είπαν να το κάνει αλλά με άλλο ερώτημα, όχι με αυτό που ο ίδιος είχε θέσει. Αποτέλεσμα: και δημοψήφισμα δεν έγινε και ο έχων την ιδέα οδηγήθηκε σε απόσυρση. Τελικά, δεν πάει άλλο με τα ματαιωμένα δημοψηφίσματα. Κι αυτό το λέει η στήλη που είναι αναφανδόν κατά των δημοψηφισμάτων και υπέρ των εκλογών (βλ. λήμμα).

εκλογές. Αποτελούν το αναμφισβήτητο συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας. Η Ελλάδα ξέρει να κάνει και να ζει τις εκλογές όπως κανένας άλλος. Απλώς πρέπει να γίνονται πιο συχνά, αν όχι κάθε τρίμηνο, έστω κάθε εξάμηνο, άντε κάθε χρόνο.

ελιά. Ολοι έχουν συνειδητοποιήσει ότι, από το αν θα καρπίσει η όχι, εξαρτάται το μέλλον της χώρας. Αυτό είναι σωστό και δίκαιο γιατί δεν πρόκειται για το οποιοδήποτε δέντρο. Η ελιά είναι το σύμβολο, η πεμπτουσία ενός ολόκληρου πολιτισμού. Με την ελιά οι Ελληνες άνοιγαν τον δρόμο προς τον υπόλοιπο κόσμο. Ολοι ξέρουμε τον ρόλο που έπαιζε για την τάξη των πραγμάτων η προσφορά του κλάδου ελαίας. Εχει, λοιπόν, αυτό το δέντρο το δικαίωμα όχι να ασκήσει έναν εκβιασμό (αυτό είναι κάτι που δεν ανήκει στη φύση της ελιάς), αλλά να θέσει όλους εμάς, τους κοινούς θνητούς, ενώπιον των ευθυνών μας. Αυτό συμβαίνει σήμερα και όλα τα άλλα είναι εκ του πονηρού.

Θεσσαλονίκη. Η επιχείρηση λέγεται ανάκτηση του παρελθόντος, εννοείται όλων των στρωμάτων του παρελθόντος. Δεν θα είναι εύκολη υπόθεση και θα απαιτήσει χρόνο.

ποτάμι. Δεν είναι ελιά. Είναι φυσικό: το ποτάμι δεν προέρχεται από μια ρίζα, προέρχεται από μια πηγή. Ολοι γνωρίζουν τη διαφορά μεταξύ ρίζας και πηγής. Αρα οι συγκρίσεις πρέπει να αποφεύγονται. Πάμε παρακάτω: έχει η ελιά όχθες; Οχι. Το πολύ πολύ να κατοικεί σε κάποια όχθη. Η ελιά, πάλι, δεν ρέει, όπως το ποτάμι δεν παράγει καρπούς. Συμπέρασμα: δεν μπορεί κανείς να τα έχει όλα και να τα κάνει όλα.

σχιστόλιθος. Είναι η οδός του ενεργειακού μέλλοντος. Τα στοιχεία μιλούν για τη μεταβολή του συσχετισμού δυνάμεων στο παγκόσμιο ενεργειακό ισοζύγιο.

φτηνολεξία. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της προεκλογικής δραστηριότητας και όχι μόνο. Συνιστά μια ελαφρώς παθολογική εκτροπή της ελληνικής ιδιοφυΐας που είναι αλληλένδετη με το δώρο της δημοκρατίας. Πρόκειται για το ανοικονόμητο γλωσσικό ξόδεμα που αναπτύσσεται ως μια ατελεύτητη προσπάθεια εκλογίκευσης του κόσμου γύρω από αυτό που ο Κλοντ Λεφόρ ονομάζει «συστατικό κενό» της δημοκρατικής συνύπαρξης. Γι’ αυτό η δημοκρατική σκηνή μοιάζει να έχει οργανική σχέση με το παραλήρημα ή με το φαινόμενο της πολυλεξικής αφασίας. Δηλαδή, για να το πούμε διαφορετικά, οι άνθρωποι μιλούν αλλά δεν λέγουν. Ή, όπως θα ‘λεγε ο Αμλετ, «λόγια, λόγια, λόγια…».