Τον Ιούλιο του 1990 δύο αδέλφια δολοφόνησαν έναν ηθοποιό στο Μόναχο. Το πτώμα ήταν άσχημα κακοποιημένο, ο ηθοποιός πολύ γνωστός και βέβαια η υπόθεση πρωταγωνίστησε στον γερμανικό Τύπο. Τα αδέλφια καταδικάστηκαν σε ισόβια αλλά ποτέ δεν παραδέχθηκαν την ενοχή τους. Μέχρι το 2008 βγήκαν και οι δύο από τη φυλακή με αναστολή και απαίτησαν από τη Wikipedia να αφαιρέσει το όνομά τους από το λήμμα που αφορούσε τον νεκρό ηθοποιό. Πέτυχαν κάποιες μικρές νίκες, τελικά όμως δεν κατόρθωσαν να τους αναγνωριστεί ένα «δικαίωμα στην (ψηφιακή) λήθη» γιατί ενώ οι αποφάσεις των γερμανικών δικαστηρίων ήταν αντιφατικές δεν υπήρχε καμία περίπτωση να αναγκάσουν τη Wikipedia να αφαιρέσει τα ονόματά τους από την αγγλική έκδοσή της.

Βλέπετε η Wikipedia έχει την έδρα της τις ΗΠΑ και είναι, ευτυχώς, αδύνατον ένα δικαστήριο να την αναγκάσει να αυτολογοκριθεί, εφόσον κάτι τέτοιο θα παραβίαζε ένα ιερό για το αμερικανικό Σύνταγμα δικαίωμα, το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου, της έκφρασης και του Τύπου. Η προστασία αυτών των δικαιωμάτων είναι τόσο ισχυρή ώστε σε καμία περίπτωση να μην επιτρέπει το είδος της λογοκρισίας η οποία είναι απαραίτητη για την προστασία προσωπικών δεδομένων που ένα δικαίωμα στη λήθη απαιτεί. Το ενδιαφέρον είναι ότι και το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή είναι ένα «αμερικανικό» δικαίωμα που γεννήθηκε ουσιαστικά το 1890.

Το δικαίωμα αναγνωρίστηκε από τα αμερικανικά δικαστήρια και οδήγησε σε ιστορικές αποφάσεις προστασίας, κυρίως σε περιπτώσεις που το δικαίωμα παραβιαζόταν από κρατικές υπηρεσίες. Ομως, όταν το δικαίωμα αυτό έρχεται σε σύγκρουση με το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου, το τελευταίο πάντα υπερισχύει. Στην Ευρώπη, δυστυχώς, το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή αλλά και άλλου είδους θεσμικές προτεραιότητες έχουν σε πολλές περιπτώσεις περιορίσει σοβαρά την ελευθερία της έκφρασης.

Βέβαια, υπάρχουν και περιπτώσεις λιγότερο σοβαρές από μια πολύκροτη δολοφονία, όπως π.χ. μια αναγγελία πλειστηριασμού. Γιατί να παραμείνει στο διηνεκές αυτή η πληροφορία στο Διαδίκτυο, ακόμα κι αν τελικά εκπλήρωσες τις υποχρεώσεις σου; Η απαίτηση να ξεχαστεί μια κακή στιγμή σου, που δεν ενδιαφέρει σχεδόν κανέναν άλλον εκτός από σένα, ακούγεται εύλογη. Αυτή η εύλογη απαίτηση όμως οδηγεί σε πολύ ολισθηρή πλαγιά, όπως είναι ολοφάνερο σε όποιον διαβάσει την πολύ πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (C-131/12) σύμφωνα με την οποία οι ευρωπαίοι πολίτες έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν από μια μηχανή αναζήτησης να αφαιρέσει τις αναφορές στο παρελθόν τους. Θεωρήθηκε δηλαδή ότι αυτό που κάνουν αυτές οι μηχανές αναζήτησης είναι ένα είδος «επεξεργασίας δεδομένων» και στην περίπτωσή μας «προσωπικών», άρα μπορεί να περιοριστεί. Το Δικαστήριο έτσι δεν αποφάσισε να κατεβούν όλα τα σχετικά δημοσιεύματα που σε αφορούν (αυτό θα ήταν παρανοϊκό) αλλά αποφάσισε να δυσκολέψει τη ζωή όσων κάνουν έρευνα πάνω σε ζητήματα που σε αφορούν.

Δεν είναι δυνατόν, βέβαια, να έχουν οι πάντες το δικαίωμα να αφαιρεθεί ό,τι τους αφορά. Θα πρέπει, σύμφωνα με το Δικαστήριο, να γίνεται στάθμιση. Να σταθμίζεται, δηλαδή, καταρχήν το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή με τα δικαιώματα στην ελευθερία της έκφρασης, της πληροφόρησης, της ενημέρωσης κ.λπ. Εάν, για παράδειγμα, το άτομο που ζητεί προστασία είναι ένα δημόσιο πρόσωπο (π.χ. ένας πολιτικός) και η ιστορία του ενδιαφέρει την κοινή γνώμη, τότε και η προστασία του θα πρέπει να είναι μικρότερη.

Δεν χρειάζεται να τονίσω πόσο παράλογη και ανεδαφική είναι η απόφαση και πόσο σύντομα θα καταστεί ανεφάρμοστη. Εδώ θα λειτουργήσει οπωσδήποτε το φαινόμενο της ανάστροφης επιλογής: θα καταφύγουν στα δικαστήρια κυρίως τα άτομα που θα έχουν τους πόρους να το κάνουν και για υποθέσεις που θα υπάρχει κατά τεκμήριο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης.

Προφανώς δεν μπορεί να περιοριστεί το Ιντερνετ με δικαστικές αποφάσεις αυτού του είδους. Η πληροφορία δεν μπορεί να εξαφανιστεί, απλά θα αυξηθούν τα εμπόδια στην πρόσβασή της προσωρινά. Μακροπρόθεσμα και αυτά τα εμπόδια θα καταρρεύσουν, είναι απολύτως βέβαιο για οποιονδήποτε έχει μια στοιχειώδη εικόνα της ψηφιακής επανάστασης. Ελπίζω σύντομα να γίνει αντιληπτό από τα κρατικά όργανα: η τεχνολογία μειώνει τη δυνατότητά τους να περιορίζουν την πληροφόρηση και τις ελευθερίες. Μην ακούτε τους τεχνοφοβικούς, το Διαδίκτυο ενισχύει περισσότερο τους πολίτες παρά τον Λεβιάθαν.

Ο Αριστείδης Χατζής είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών