Οσο απομακρύνεται η προοπτική ελληνικής εξόδου από την ευρωζώνη πληθαίνουν οι φωνές που αμφισβητούν ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υπήρξε ποτέ. Οπως ακούσαμε ότι η Ελλάδα ποτέ δεν κινδύνεψε πραγματικά στον Ψυχρό Πόλεμο, έτσι υπάρχουν ήδη οπαδοί της θεωρίας ότι η ΕΕ ποτέ δεν θα επέτρεπε να καταρρεύσουμε. Ο Αλέξης Τσίπρας, π.χ., δήλωσε στη «Μοντ» (17/1/2014): «Απ’ τις δηλώσεις […] Μέρκελ [συμπεραίνουμε προφανώς] πως η ευρωζώνη παραμένει πολύ σημαντική για να αφεθεί να καταρρεύσει […]. Ακύρωσε […] μονομιάς το περίφημο Grexit […]. Εξέθεσε, επίσης, διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις […] που, αντί να διαπραγματευτούν σκληρά για την Ελλάδα, πειθήνια υπάκουσαν […] στα κελεύσματά της».

Το επιχείρημα, αν το κατανοώ, είναι ότι, αφού η Γερμανία επιθυμούσε να διατηρηθεί η ευρωζώνη ακέραιη, θα πλήρωνε κάθε αναγκαίο κόστος. Οφείλαμε συνεπώς να εκβιάσουμε μέχρις εσχάτων για να αποσπάσουμε το υψηλότερο δυνατό βραχυπρόθεσμο κέρδος. Οποιος δεν το έπραξε αδιαφόρησε για την πατρίδα.

Δεν ακούμε πρώτη φορά κάτι τέτοιο. Κυνικοί υπέρμαχοι της στυγνής εκβιαστικής διαπραγμάτευσης –«υπερδιαπραγματευτές» –έχουν παρουσιαστεί πολλοί, ποικίλης σοβαρότητας. Εκπλήσσει όμως που επίδοξος πρωθυπουργός της Ελλάδας (και υποψήφιος πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής!) διατίθεται να αγνοήσει ηθικά επιχειρήματα, συμμαχικές υποχρεώσεις και μακροπρόθεσμες στρατηγικές σκέψεις. Η μυωπική επικέντρωση στο στενό εθνικό συμφέρον, φυσικά, δεν μας συμφέρει διαχρονικά. Παραδοσιακά δημιουργούμε ανίσχυρα κράτη που επικαλούνται το συναίσθημα, την ηθική και την συμπάθεια των γειτόνων τους για να επιζήσουν. Οπως είπε ήδη το 48 π.Χ. ο Ιούλιος Καίσαρας στους ηττημένους Αθηναίους που ζητούσαν επιείκεια, «ποσάκις υμάς υπό σφώναυτών απολλυμένους, ηδόξατωνπρογόνων περισώσει;». Χωρίς τη συμπάθεια για τη δόξα των προγόνων μας και την ανώτερη ηθική θέση, κανείς δεν ξέρει πού θα ήταν τώρα ο ελληνισμός.

Μάλιστα, η συνεπής ηθική στάση δεν είναι απλά κάτι αφηρημένο που (ελπίζουμε) επιβραβεύει η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, ακολούθως και οι ευρωπαίοι ηγέτες. Οι ευρωπαϊκές σχέσεις δεν διαρκούν μόνο μια μέρα ούτε είναι μονοδιάστατες. Οποιος χτίζει φήμη αξιοπιστίας και σοβαρότητας ωφελείται μακροπρόθεσμα. Με βραχυπρόθεσμους ελιγμούς μπορεί να κερδίσεις μια δημοσιονομική παραχώρηση σήμερα, αλλά να χάσεις στο ΕΣΠΑ αύριο, στο Κυπριακό μεθαύριο.

Εστω, όμως, ότι μας νοιάζει μόνο τι θα κερδίσει η Ελλάδα αυτήν τη στιγμή και πώς θα το αποσπάσει από μια Γερμανία που –υποθέτουμε –σκέφτεται επίσης ψυχρά και μυωπικά. Σε τέτοιο περιβάλλον μπορούμε άφοβα να χρησιμοποιήσουμε τα εργαλεία της θεωρίας παιγνίου. Το πρωταρχικό ερώτημα είναι τι κόστος θα έχει ο κάθε παίκτης εάν οι διαπραγματεύσεις καταρρεύσουν. Δεν ρωτάμε, δηλαδή, πόσο καλύτερα θα ζούσαμε αν έδινε η Γερμανία γην και ύδωρ, αλλά ποιος έχει ανάγκη ποιον. Οι κυνικοί υπερδιαπραγματευτές μπερδεύουν τα θεμελιώδη του παιχνιδιού με το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης. Το Grexit δεν ήταν εκ φύσεως αδύνατο αλλά, απλώς, ένα από τα πιθανά αποτελέσματα που αμφότεροι οι παίκτες προτιμούσαν να αποφύγουν. Δεν το απεύχονταν όμως με την ίδια ένταση.

Αν η Γερμανία απομακρυνόταν από το τραπέζι το 2008, σίγουρα θα ζημιωνόταν απ’ την ελληνική κατάρρευση. Ποιος θα βίωνε όμως το υψηλότερο κόστος; Ο υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δήλωσε στο Νταβός ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να προκαλέσει μεγαλύτερη ζημιά από τη Lehman Brothers (ύφεση 5,1%). Ας συγκρίνουμε με το 25% του ΑΕΠ που έχει ήδη χάσει η Ελλάδα και το πολύ μεγαλύτερο ποσοστό που θα έχανε αν, αβοήθητη, κατέρρεε πλήρως.

Κατηγορείται η ελληνική ηγεσία για κακή διαπραγμάτευση, έως και προδοσία. Κατηγορίες βαρύτατες, χρειάζονται ισχυρή στοιχειοθέτηση, κάτι που δεν έχει γίνει. Αλλωστε, η διπλωματία κρίνεται με βάση τις εφικτές εναλλακτικές λύσεις, όχι την ουτοπία. Η εκβιαστική εναλλακτική λύση, όμως, είναι αυτοκαταστροφική στα όρια της ολιγοφρένειας.

Θα μπορούσαμε τότε να μιλήσουμε για διαπραγματευτική ανεπάρκεια; Το παράδειγμα της Ιρλανδίας δείχνει ότι μια σοβαρή διαπραγματευτική ομάδα με καλή γνώση της χώρας αλλά και της Ευρώπης μπορεί να πείσει τους χρηματοδότες να βελτιώσουν τη συνταγή, μετρημένα και χωρίς θαύματα, με μέτρα ισοδύναμης χρηματοδότησης αλλά χαμηλότερης επίπτωσης στην οικονομία. Δυστυχώς οι αντιπολιτευόμενοι επικριτές δύσκολα πείθουν ότι είχαν επαρκέστερο επιτελείο για το τραπέζι των διαπραγματεύσεων παρά την πολυτέλεια του άφθονου χρόνου που έχουν να σκεφτούν το ζήτημα μακριά από την ανάγκη άμεσων πράξεων. Ειδικά η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έχει δείξει χαρακτηριστική αδυναμία κατανόησης της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης, προσβάλλοντας επανειλημμένα το ισχυρότερο πολιτικό πρόσωπο στην ΕΕ και αποφεύγοντας ακόμα και να παραστεί στην τελετή έναρξης της ελληνικής προεδρίας. Απαιτείται κάτι παραπάνω από ένα κόμμα που αξιώνει την ανάληψη εξουσίας σε Ελλάδα και ΕΕ για να μας σώσει.

Ο Σωτήρης Γεωργανάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Οικονομικών στο City University Λονδίνου, επισκέπτης καθηγητής στο New York University