Ολα τα λουλούδια χωρούν σ’ αυτά τα ευρωψηφοδέλτια: εκτός από τους πολιτικούς, συναντά κανείς καλλιτέχνες και δικηγόρους, δημοσιογράφους κι εμπόρους, καθηγητές και ποδοσφαιριστές, ηθοποιούς, συγγραφείς και συνδικαλιστές. Ενα είδος μόνο δεν δείχνει να προτιμάται από τους αρχηγούς και τους συμβούλους τους: οι ποιητές. Εναν εντόπισα, και μάλιστα στο ψηφοδέλτιο του κόμματος που υπουργός του είχε χαρακτηρίσει κάποτε τους ποιητές «λαπάδες», αλλά δεν τον αναφέρω γιατί θα είναι αθέμιτος ανταγωνισμός.

Κι όμως, έχουμε τόσους δυναμικούς ποιητές με ισχυρές απόψεις που θα μπορούσε να είναι υποψήφιοι. Την Κική Δημουλά, ας πούμε: πιστεύω πως θα της έγινε πρόταση από τη Νέα Δημοκρατία, αλλά την αρνήθηκε. Τον Τίτο Πατρίκιο, τον Χάρη Βλαβιανό, τον Χριστόφορο Λιοντάκη. Πώς και δεν προέκυψαν τέτοια ονόματα από τη διαδικτυακή αναζήτηση που οργάνωσε Το Ποτάμι; Θα ανέβαζαν αισθητά οι ποιητές το επίπεδο της προεκλογικής αντιπαράθεσης. Θα οργάνωναν δημόσιες αναγνώσεις, θα μιλούσαν για τον έρωτα και τον θάνατο, θα μας έβγαζαν για λίγο από τη μικροκομματική μιζέρια και την γκρίνια. Ετσι κι αλλιώς, για την Ευρώπη δεν μιλάει κανείς. Ας μιλούσαμε λοιπόν για την άνοιξη.

Ή για τον πόλεμο. Να, σήμερα θα οργανώναμε μια προεκλογική εκδήλωση για τον Ταντέους Ρουζέβιτς, τον μεγάλο πολωνό ποιητή και θεατρικό συγγραφέα που πέθανε χθες στο Βρότσλαβ σε ηλικία 92 ετών. Ενας υποψήφιος ευρωποιητής θα διάβαζε στίχους από τον Επιζώντα: «Τα πιο κάτω είναι άδεια συνώνυμα:/ άνθρωπος και κτήνος/ αγάπη και μίσος/ φίλος και εχθρός/ σκοτάδι και φως».

Ή φανταστείτε να έκανε κάποιος μαγικά και να έπειθε την Τζένη Μαστοράκη να είναι υποψήφια. Επικεφαλής, ας πούμε, ενός ψηφοδελτίου ποιητών. Δεν θα έκανε προεκλογική εκστρατεία. Θα διάβαζε μόνο σελίδες από την καινούργια, συγκλονιστική της μετάφραση του βιβλίου του Σάλιντζερ που σημάδεψε τη νιότη μας, στο οποίο έδωσε τον νέο τίτλο «Στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης». Και θα απήγγελλε στίχους της: «Τον εραστή των φαντασμάτων, των ταξιδευτών,/ κι όσων εφύγαν πάρωρα, αυτόν καλούσε,/ μες στο σκοτάδι που διαβαίνει μοναχός,/ στις ερημιές που διάβαινε ωραίος, απ’ τον καιρό λιωμένος,/ σέρνοντας τη λύπη του, χλομό κοράσι». Θα εκλεγόταν άνετα, φυσικά.

Και μια εβδομάδα πριν από τις εκλογές, θα μαζεύονταν όλοι οι ευρωποιητές και θα έκαναν ένα πάρτι σαν κι αυτό που έγινε τον Ιούνιο του 1968 στη Νέα Υόρκη και το περιέγραφε προχθές ο Τσαρλς Σίμιτς στο New York Review of Books. Θα συζητούσαν, θα απήγγελλαν, θα έτρωγαν, θα έπιναν –κυρίως θα έπιναν – και θα έλεγαν ανέκδοτα. Οταν τσακώνονταν, δεν ξέρω ποιος θα γονάτιζε σαν τον Αλεν Γκίνσμπεργκ και θα εκφωνούσε μια βουδιστική προσευχή για ειρήνη και αρμονία. Αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες, οι ρόλοι θα κατανέμονταν όπως έπρεπε και το ενδιαφέρον για τις ευρωεκλογές θα εκτοξευόταν στα ύψη.