Σας μιλάει τώρα ένας άνθρωπος που τα τραπεζομάχαιρα στο σπίτι του δεν έχουν όψη κι ανάποδη. Είναι όλα νωθρά και άκακα σαν μαχαιράκια βουτύρου κι όταν βάζει πλυντήριο πιάτων τα τοποθετεί με την μύτη προς τα κάτω κι ας μείνουν μερικά άπλυτα. Είναι που με κατατρύχει παιδιόθεν η έλξη της κόψης και ο ποιητής. «Κι αφού κανένα δε μισώ στον κόσμο να σκοτώσω, φοβάμαι μην καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου» και ξεφτιλιστώ. Βασικά, το μοναδικό φονικό εργαλείο της οικοσκευής μου είναι το τιρμπουσόν. Πιστεύω ακράδαντα ότι όποιος αγοράζει όπλα θέλει να σκοτώσει, αλλιώς θα αγόραζε έργα τέχνης ή θα έκανε συλλογή από σπιρτόκουτα. Ούτε και τα σπίρτα τα θέλω σπίτι μου, γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι πρωτοβουλίες είναι ικανά να πάρουν, κι όσα μου λέτε για «παραδόσεις» εγώ τ’ ακούω όλα βερεσέ.

Τα χειρότερα βερεσέδια και λοιπά φέσια μας τα ‘χουν φορέσει πάντως οι κατά τόπους αστυνομικές Αρχές. Αυτές που κάνουν τα στραβά μάτια στο επετειακό νταηλίκι ορισμένων για να ‘χουμε μετά να μαζεύουμε τα πτώματα των παιδιών τους και των παιδιών μας. Ειλικρινά σας το λέω, ονειρεύομαι τη μέρα που θα πηγαίνουμε στα ντέρμπι μόνον για να πετάξουμε τη σκούφια μας, τότε που ακόμα κι οι πασχαλινές σαΐτες της ιδιαίτερης πατρίδας μου θα έχουν μετεξελιχθεί κι αυτές σε μαξιλαροπόλεμο.