Το όνομα Σταύρος Καραμανιώλας ίσως δεν σας λέει κάτι. Ηταν ένας απλός άνθρωπος από το Μεγάλο Καζαβίτι της Θάσου, όλη τη ζωή του εργάτης, που έζησε την τρικυμία του εικοστού αιώνα με συγκατάβαση, κέφι για ζωή, σκληρή δουλειά –και πέθανε γαλήνια στις 11 το πρωί τη Μεγάλη Παρασκευή, στα 104. Εκλεισε τα μάτια του και πάει, τόσο απλά.

Μια Καβαλιώτισσα, παντρεμένη με Θασιώτη, λέει ότι στο χωριό πιστεύουν πως όσοι πεθαίνουν Μεγάλη Παρασκευή είναι καλοί και ευλογημένοι. Λέει ακόμα ότι το μυστικό της μακροζωίας του ήταν το τραγούδι. Τραγουδούσε κάθε βράδυ και έτσι κάπως μαλάκωνε η ζωή του.

Ο Σταύρος Καραμανιώλας (που στο χωριό τον φώναζαν μπαρμπα-Σταύρο) έζησε σκληρά χρόνια και πολλές από τις εμπειρίες του τις κατέγραψε σε έμμετρα ποιήματα, περισσότερα από 300, που τα θυμόταν όλα από μνήμης («Τα ποιήματά μου είναι πολλά και δεν τα ‘χω γραμμένα / είναι μες στο κεφάλι μου μαγνητοφωνημένα» έλεγε ένα). Μερικά τα μάθαμε γιατί πολύ νωρίς ο συντοπίτης του Αργύρης Μπακιρτζής, αρχιτέκτονας αλλά και η ψυχή του συγκροτήματος Χειμερινοί Κολυμβητές, τα ενέταξε στο ρεπερτόριο του συγκροτήματος, τα ηχογράφησε και τα έπαιζε στις συναυλίες. Σε μερικά τραγουδάει ο ίδιος ο μπαρμπα-Σταύρος.

Στον δίσκο «Οχι λάθη, πάντα λάθη», υπάρχει το ποίημα «Ο βίος μου», γραμμένο σαν παραλογή. Εκεί αναφέρει ότι, όταν γεννήθηκε, η Θάσος ήταν ακόμα τουρκική. Για πολλές δεκαετίες, το μεγαλύτερο ταξίδι της ζωής του, ταξίδι μύησης, ήταν στην Καβάλα. Εμαθε λίγα γράμματα και λίγη μουσική –κάποτε γνώρισε και τον Μάρκο Βαμβακάρη. Πείνα στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, πείνα και στη διάρκεια του Δευτέρου –την εποχή της γερμανικής και βουλγαρικής Κατοχής. Δουλεύοντας στην ελώδη περιοχή της Κεραμωτής Καβάλας αρρώστησε σοβαρά, ενώ του φάγανε τα μεροκάματα. Γύρισε στη Θάσο και είπε να ζήσει. Αντί να κλαίγεται (που δεν θα είχε και νόημα) επινόησε ένα νέο επάγγελμα: «Με γαϊδαρνή υπομονή και με πολλή προσπάθεια / σε λίγες μέρες άρχισα και έκανα καλάθια» –ωραία και χρήσιμα, που γίνανε μόδα.

Μην πείτε «απλά στιχουργήματα» και μη γυρίστε την πλάτη. Τα στιχάκια του μπαρμπα-Σταύρου ξεχειλίζουν ευγένεια και χιούμορ, καλοσύνη και ποίηση. Είτε μιλάει για τους χαμένους του χωριού του είτε για τις αγαπημένες του. Είτε καταγράφει τα αγαπημένα του φαγητά και το αγαπημένο του κόκκινο «μπρούσικο» κρασί είτε κάνει ρεβεράντζες σε μια ωραία σερβιτόρα.

Αυτή την ευγένεια και την ποίηση μιας πλούσιας καθημερινότητας (που υπάρχει κατατεθειμένη και στο YouΤube), όσοι μπορούμε, ας μην την προσπεράσουμε. Ο μπαρμπα-Σταύρος δεν ήταν ένας από εμάς. Ηταν ξεχωριστός. Μην ακούτε τι σας λένε, έχουμε ανάγκη τους ξεχωριστούς.