Κάποτε, προτού η Μυτιλήνη ενσωματωθεί στην Ελλάδα, μια αντιπροσωπεία της χρυσής νεολαίας του νησιού πήγε στον τούρκο πασά και του ζήτησε να δώσει άδεια να ιδρυθεί οίκος ανοχής για να μην τρέχουν στη Σμύρνη για τέτοιου είδους ανάγκες. Την ιστορία την αφηγείται ο Ασημάκης Πανσέληνος στο υπέροχο «Τότε που ζούσαμε», που ευτυχώς επανεκδόθηκε και προσφέρεται στα βιβλιοπωλεία και πάλι. Ο πασάς, λοιπόν, θύμωσε και τους αποπήρε πως δεν πρέπει να χαλάσουν τα ήθη του νησιού, εκείνοι επέμεναν κι ο πασάς επικαλέστηκε ως επιχείρημα, για να τους ξεφορτωθεί, ότι τους είχε δώσει προσφάτως άδεια να βγάλουν εφημερίδα. Τι σχέση έχει το ένα με το άλλο; διαμαρτυρήθηκαν οι νέοι.

«Τότε, λένε, ο πασάς σηκώθηκε επίσημα από το γραφείο του ή από το μιντέρι του, όπου ίσως ήτανε καθισμένος, και τους έκοψε αποφθεγματικά: Γαζέτατζη, ντολαντιρτζή, κιρχανατζή, έπσι μπιρ, είπε! Ηγουν, δημοσιογράφοι, απατεώνες, ρουφιάνοι, όλοι είναι ένα!».

Τέτοια καλή γνώμη είχε για τους δημοσιογράφους ο μυτιληνιός πασάς έναν αιώνα και κάτι πριν από τις ημέρες μας. Και δεν ήταν δική του μόνο άποψη. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1918, όταν η Μυτιλήνη ήταν πια ελληνική και ο Μεγάλος Πόλεμος είχε μόλις τελειώσει, ένας από τους σοφούς πατέρες του αιώνα, ο Μαξ Βέμπερ, έλεγε: «Ο δημοσιογράφος ανήκει σ’ ένα είδος τάξης παρία που πάντα εκτιμάται από την κοινωνία ως ένας από τους κατώτερους ηθικά εκπροσώπους της».

Κάθε γενιά δημοσιογράφων πιστεύει πως πριν απ’ αυτήν υπήρξε ένας «χρυσούς αιών» της δημοσιογραφίας, από τον οποίο εξέπεσε. Πως οι άνθρωποι κάποτε αγαπούσαν, σέβονταν και εμπιστεύονταν τους δημοσιογράφους γενικώς. Αλλά το Πανεπιστήμιο Κολούμπια των ΗΠΑ είχε εκδώσει το 1989 με τίτλο «Killing the messenger» –«Σκοτώνοντας τον αγγελιοφόρο» –μια συλλογή κειμένων ενός ολόκληρου αιώνα κριτικής, συχνά χολερικής, της δημοσιογραφίας και του Τύπου. Ξεφυλλίζεις τον τόμο και συνειδητοποιείς ότι ο μυτιληνιός πασάς δεν εξέφραζε παρά μια συνηθισμένη στην εποχή του άποψη για το «ηθικά προβληματικό» επάγγελμα του δημοσιογράφου.

Αυτή είναι έκτοτε η μοίρα του επαγγέλματος. Κάθε γενιά δημοσιογράφων έχει στις τάξεις της εκείνους που κάνουν ό,τι μπορούν για να δικαιώσουν τη χαμηλή εκτίμηση των πολλών. Κι αν οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι επικαλούμαστε κάθε τόσο τα μεγάλα ανδραγαθήματα συναδέλφων μας, όπως το πρόσφατο Πούλιτζερ στους δημοσιογράφους που έφεραν στο φως τις υποκλοπές του NSA ή τις εκατοντάδες των φυλακισμένων και τις δεκάδες των νεκρών δημοσιογράφων κάθε χρόνο –για να εξασφαλίσουν σ’ εμάς μια ανεξάρτητη, πρωτογενή πηγή πληροφόρησης σε πεδία σκοτεινών, αμφιλεγόμενων συγκρούσεων –είναι περισσότερο για να παίρνουμε οι ίδιοι κουράγιο και λιγότερο για ν’ αλλάξουμε την άποψη των πολλών για τη φάρα μας.

Σε καιρούς κρίσης και ανατροπής μάλιστα, σαν αυτούς που ζει η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, είναι φαίνεται γραφτό οι δημοσιογράφοι ν’ αντιμετωπίζονται όπως οι μαίες τον Μεσαίωνα. Οι γυναίκες που έφερναν τον άνθρωπο στη ζωή ήταν οι πρώτες υποψήφιες να καούν στην πυρά ως μάγισσες, γιατί οι προλήψεις τους απέδιδαν τη μαγική δύναμη να αφαιρούν τη ζωή που έδωσαν. Ετσι και οι δημοσιογράφοι που φανερώνουν τον κόσμο μέσα από τις ειδήσεις είναι το ίδιο ύποπτοι πως έχουν τη μαγική δύναμη να τον κρύβουν κιόλας, να συσκοτίζουν τις σκοτεινές συνωμοσίες που οι κοινές προλήψεις πιστεύουν ότι κινούν τα πάντα. Στην πυρά κι αυτοί λοιπόν.

Κι όμως, αν ρίξεις μια ματιά στις λίστες των σταυροφόρων που τα κόμματα παρουσίασαν στο φιλοθέαμον κοινό για τις ευρωεκλογές, θα ανακαλύψεις δημοσιογράφους σε καθεμία. Της Νέας Δημοκρατίας, μάλιστα, διαθέτει πέντε. Κι ένας δημοσιογράφος ηγείται κόμματος –νέου και ρηξικέλευθου και δημοφιλούς. Παράδοξο; Κάθε άλλο. Ακόμη κι όταν έκαιγαν τις μαίες ως μάγισσες, συνέχιζαν να τις χρειάζονται στα γεννητούρια. Και ακόμη κι ο Μαξ Βέμπερ στο ίδιο κείμενο του 1918, όπου χαρακτήριζε τους δημοσιογράφους «παρίες», έλεγε πως «η δημοσιογραφική καριέρα (είναι) ένας από τους σπουδαιότερους δρόμους της επαγγελματικής πολιτικής δραστηριότητας». Ισως, απλώς, να μην μπορούσε να φανταστεί, ακόμη και ο σοφός αυτός, τι θα σήμαινε «επαγγελματική πολιτική δραστηριότητα» σε συνθήκες όπως αυτές που ζούμε σήμερα.