Ενας από τους οικονομολόγους που ανίχνευσαν την ανορθολογική παράκρουση, την ακράτεια της μικρής Ελλάδας που οδήγησε στη χρεοκοπία, ήταν ο Αλβέρτος Αρούχ, Θεσσαλονικιός με σεφαραδίτικη καταγωγή και, εκτός των άλλων, επί χρόνια καθηγητής στο Κολλέγιο. Ερασιτέχνης μάγειρος, επίσης, κάποια στιγμή σκέφτηκε ότι ο ίδιος ανορθολογικός πληθωρισμός με την οικονομία της χώρας έχει ενσκήψει και στη μαγειρική. Αρχισε, λοιπόν, να γράφει και για μαγειρική στα έντυπα με το ψευδώνυμο Επίκουρος.

Μάλλον όχι τυχαία. Ο Αλβέρτος Αρούχ ήξερε ότι ο αρχαίος φιλόσοφος Επίκουρος, οπαδός της σκέψης του Δημόκριτου, παρεξηγήθηκε εσκεμμένα από τους χριστιανούς, οι οποίοι διεκδικώντας το επέκεινα δεν τράβαγαν κανένα ζόρι να συκοφαντήσουν όποιον δεν το υπηρετούσε –κι εκείνος δεν υπηρετούσε βέβαια τον πανηδονισμό αλλά τη διεκδίκηση της ύλης και της γνώσης. Κάπως έτσι κι ο Αρούχ, γράφοντας για μαγειρική, διεκδίκησε την ύλη, τη γνώση και κατάρριψη των ψευδών στοιχείων τής δήθεν γαστριμαργικής ταυτότητας των σύγχρονων Ελλήνων, στην κατεύθυνση όχι της νεοπλουτίστικης αλλά μιας πιο λεπτής, πιο απαιτητικής και πιο φινετσάτης, επικούρειας αντίληψης για την τροφή. Το μανιφέστο, κατά κάποιον τρόπο, αυτής της ταυτότητας (και των εχθρών της) είναι το βιβλίο του Η νέα ελληνική κουζίνα (Ικαρος, 2012). Σ’ αυτό επιχειρεί να πει ότι η ταυτότητα αυτή έγκειται στον μοντερνισμό της αναζήτησης μιας νέας γαστριμαργικής εκλέπτυνσης, όπως αυτή εκφράζεται στη μαγειρική ορισμένων μαγείρων που, με σπουδές ή εμπειρία στο εξωτερικό, επιστρέφουν για να ξαναπιάσουν πειράζοντάς τες τις τροφές των γιαγιάδων μας: το παστίτσιο, το στιφάδο, τα μακαρόνια με κιμά, τα παπουτσάκια, τη σπανακόπιτα, τους λαχανοντολμάδες τη μαγειρίτσα, το αρνί στη σούβλα, τα νηστίσιμα και τα λαδερά…

Δεν ξέρω κατά πόσο είχε δίκιο στην ανάλυσή του ο Επίκουρος της μαγειρικής –μάλλον δεν είχε. Αλλά με το πέρασμά του από τον χώρο της γραφής για τη γευσιγνωσία (που τόσο είναι της μόδας) έκανε κάτι ιδιαίτερο και σπάνιο για τα ελληνικά ειωθότα: επανέφερε τη συζήτηση για τις τροφές στην κοινωνική τους διάσταση. Και μετέτρεψε τις δογματικές περιγραφές για τη νεοελληνική ταυτότητα σε μια ανοιχτή αναμέτρηση με την πολυπλοκότητα της ελληνικής κοινωνίας, που αδυνατούν να συλλάβουν κυρίως οι θεσμοί και οι υπηρέτες τους σε πολλούς τομείς της ζωής –στη μαγειρική και στην εκπαίδευση, στην πολιτική και στην οικονομία, στα ήθη και στους κοινωνικούς ρόλους.

Ο Αλβέρτος Αρούχ, ο Επίκουρος της γευσιγνωσίας, πέθανε προχθές και, αναγκαστικά, η συζήτηση την οποία άνοιξε θα γίνει με τους επιγόνους του. Θα είναι ζωηρή, δημιουργική και δεν θα τελειώνει με μίσος και διχασμό αλλά με ρακί και καλές διαθέσεις. Να ένα ακόμα κομμάτι της ταυτότητάς μας που χρειάζεται να ξαναδούμε: την ανοχή του άλλου, ακόμα κι αν διαφωνεί μαζί μας.