Πάρτε όλες τις αναλύσεις που έχουν δημοσιευθεί τους τελευταίους μήνες για τα γεγονότα στην Ουκρανία. Ψύχραιμες και φορτισμένες, στρατηγικές και συναισθηματικές, φιλορωσικές και αντιρωσικές, δημοσιογραφικές και συνωμοσιολογικές. Αφήστε τις τώρα στην άκρη. Και διαβάστε στο ελληνικό Vice τον «διαλογισμό ενός έλληνα δημοσιογράφου στο πορτμπαγκάζ ενός αυτοκινήτου». Θα τα καταλάβετε όλα.

Ο Κώστας Ονισένκο βρέθηκε στην Κριμαία τους προηγούμενους μήνες ως απεσταλμένος της «Καθημερινής». Τα ρεπορτάζ του ήταν υποδειγματικά. Οχι αντικειμενικά, αυτή η λέξη δεν υπάρχει. Μαχητικά. Τίμια. Την ώρα που εδώ διάφοροι από την πολυθρόνα τους αναμασούσαν ηδονικά τη ρωσική προπαγάνδα για τους ακροδεξιούς που κυβερνούν στο Κίεβο, εκείνος παρακολουθούσε, κατέγραφε και μετέδιδε αυτά που έβλεπε. Το βράδυ της 7ης Μαρτίου πήγε με μερικούς ουκρανούς δημοσιογράφους σε στρατιωτική εγκατάσταση λίγο έξω από το λιμάνι της Σεβαστούπολης, την οποία είχαν καταλάβει ένοπλοι χωρίς διακριτικά. Οι ένοπλοι τους επιτέθηκαν, τους χτύπησαν και έχωσαν τον έλληνα δημοσιογράφο και έναν βαριά τραυματισμένο ουκρανό κάμεραμαν σε ένα πορτμπαγκάζ.

Αυτήν τη διαδρομή περιγράφει ο Ονισένκο στο κείμενό του, ένα μάθημα δημοσιογραφίας σε 1.800 λέξεις. Το πρώτο σου μέλημα σε τέτοιες καταστάσεις είναι να επιβιώσεις. Ηξερε ποιοι τους χτύπησαν, ήταν σίγουρα ρώσοι μπάτσοι. Δεν ήξερε όμως τι σκοπούς είχαν. Το μεγάλο του όπλο ήταν ο διαλογισμός, «ένας διακόπτης που κλείνει τη λειτουργία του μυαλού, κλείνει τους φόβους, το άγχος, την ελπίδα. Κυρίως την ελπίδα, χειρότερη απ’ όλες τις πλάνες». Αυτό πρότεινε και στον Βόβα, που βόγκαγε δίπλα του. Σε δύο ημέρες, ο κάμεραμαν θα μάθαινε ότι ένα σπασμένο πλευρό του είχε καρφωθεί μέσα στον πνεύμονα και αιμορραγούσε. Μπορούσε εύκολα να έχει πεθάνει. Ηταν και σε κακή ψυχολογική κατάσταση, πρόσφατα είχε χωρίσει.

Τα πιο δύσκολα ήταν τα τελευταία λεπτά, τρία, δέκα, όσα. Σκεφτόταν τη μάνα του, μπορεί κι αυτό να βοήθησε. Ξαφνικά, μπήκε από κάπου ρεύμα δροσερού αέρα. Κάποιος είχε ανοίξει το πορτμπαγκάζ, «βγείτε γρήγορα, ελάτε μπροστά, την κοπανάμε από ‘δώ!». Στον δρόμο μπλόκο, ρώσοι στρατιώτες –προφανώς ενημερωμένοι –τους κάνουν πλάκα. «Τι έγινε, πάθατε κανένα ατύχημα;» «Ξέρετε πώς είναι στα μέρη σας, βότκα, γυναίκες, χαβιάρι, συμβαίνουν και ατυχήματα» απαντά ο Ονισένκο. Κι ύστερα πιάνει συζήτηση με τον εαυτό του. «Γιατί το κάνεις αυτό το πράγμα; Αξίζει τον κόπο;». «Είναι η δουλειά μου. Δεν ξέρω να κάνω κάτι άλλο. Μου αρέσει». «Τι σου αρέσει; Τι θέλεις; Χρήμα, Δόξα; Γυναίκες; Ενταση;». «Ολα αυτά είναι ψέμα, πλάνη. Θέλω να κάνω κάτι καλό. Θέλω να μεταφέρω το φως εκεί που υπάρχει σκοτάδι». «Και ποιος τάχα μου είσαι εσύ που πιστεύεις ότι μπορείς να κάνεις κάτι τέτοιο; Τι αξίζεις; Ποιος είσαι;». «Δεν είμαι κανείς. Δεν είμαι τίποτα. Αξίζω όσο το τελευταίο κείμενο που έγραψα, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο».

Πιστεύετε αλήθεια πως όταν υπάρχουν τέτοια κείμενα, μπορεί ποτέ η δημοσιογραφία να πεθάνει;