Μετά το «τέλος της Ιστορίας», η οποία βέβαια συνεχίζει απτόητη τα τερτίπια της, προδίνοντας, η μπαμπέσα, τους εφετζήδες της φιλοσοφίας, συνέβη κάτι παράδοξο. Η νικήτρια δεξιά παράταξη αποποιήθηκε το όνομά της, σαν πολεμική εξάρτυση που δεν της χρειαζόταν πια, και προτίμησε να λέγεται «φιλελεύθερη», αφήνοντας μια άκρη της να αυτοπροσδιορίζεται ως «εθνικιστική». Αντίθετα, η ηττημένη και ματαιωμένη Αριστερά διατήρησε με αμήχανη περηφάνια τον τίτλο της, θυμίζοντας κάπως παλιό μαγαζί που προβάλλει στην ταμπέλα του, ως εγγύηση ποιότητας, το όνομα και την παράδοση, δηλαδή τη χρονολογία ίδρυσής του, ενώ η προσφορά του έχει πάψει να συμβαδίζει με τις ανάγκες της ζωής.

Είναι το σήμα «Αριστερά» εγγύηση ιδεολογικής ή και ηθικής υπεροχής; Διατελώντας ο ίδιος εν πλήρει συγχύσει αριστερός, καταθέτω εδώ την άρνησή μου να θεωρήσω αξιόπιστο ένα τέτοιο εχέγγυο. Και πιστεύω ότι, αν η Αριστερά πρόκειται κάποτε να ανανεωθεί αληθινά, πρέπει να αρχίσει να αμφιβάλλει έντιμα για τον εαυτό της, αντί να αυτοαθωώνεται διαρκώς, είτε εφευρίσκοντας δικαιολογίες για τις ιστορικές αποτυχίες της είτε αποδίδοντάς τις σε στρεβλώσεις της άμεμπτης ιδεολογίας της από ψευδεπίγραφους αριστερούς.

Γιατί τάχα η αριστερή ιδεολογία είναι ανώτερη από τις άλλες; Οι περισσότεροι αριστεροί θα απαντούσαν: επειδή είναι προοδευτική. Σύμφωνα με την κλασική μαρξιστική θεωρία, προοδευτικό είναι ό,τι συμβάλλει στην απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων από τον ασφυκτικό κορσέ των απαρχαιωμένων και αποστεωμένων σχέσεων παραγωγής. Αλλά η νεότερη ιστορική εμπειρία δείχνει ότι, με αυτό το κριτήριο, η Αριστερά δεν είναι (πλέον) προοδευτική. Το αντίθετο: τα κόμματά της μάχονται κατά κανόνα για την προστασία των κατεστημένων παραγωγικών σχέσεων από τις παραγωγικές δυνάμεις, τις οποίες εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει, φευ, ο καπιταλισμός και όχι κάποιο προλεταριάτο. Η ελληνική περίπτωση είναι από τα πιο κραυγαλέα παραδείγματα στον σημερινό κόσμο. Νομίζω άλλωστε πως ακόμη και το ΚΚΕ έχει διαγράψει προ πολλού από την επιχειρηματολογία του αυτή τη θέση για την προοδευτικότητα.

Πολλοί μεταθέτουν τον προοδευτικό ρόλο της Αριστεράς σε ένα μάλλον ηθικό επίπεδο. Ακολουθούν τον ορισμό του Σαρτρ, σύμφωνα με τον οποίο αριστερός είναι εκείνος που βλέπει τα πράγματα από τη σκοπιά των αδυνάτων. Μολονότι τα όρια ανάμεσα στους «αδυνάτους» και τους «δυνατούς» δεν είναι πάντοτε τόσο σαφή, απόλυτα και αμετακίνητα στην κοινωνική πραγματικότητα όσο φαίνονται στα θεωρητικά σχήματα, ο ορισμός αυτός είναι οπωσδήποτε συγκινητικός (όσο λίγο και αν συγκινεί σήμερα ο Σαρτρ) και δίνει έμφαση σε μια ευγενική ευαισθησία, που απορρίπτει και αντιμάχεται το αποκρουστικό, αναζωπυρωμένο στις μέρες μας δόγμα του κοινωνικού δαρβινισμού. Αλλο όμως να βλέπεις τα πράγματα από τη σκοπιά των αδυνάτων και άλλο να είσαι ταυτισμένος με τους αδυνάτους. Οι αδύνατοι δεν είναι εξ ορισμού καλύτεροι άνθρωποι από τους άλλους, όπως φαίνεται να πιστεύουν πολλοί αριστεροί, και δεν είναι αυτός ο λόγος που αξίζουν υποστήριξη. Συγχέοντας η Αριστερά το δίκιο των αδυνάτων με τις βλέψεις τους, που τις θεωρεί αξιωματικά και συλλήβδην προοδευτικές, στρώνει τον δρόμο για ιδιότυπες μορφές αδικίας, μεροληπτικών διακρίσεων, εκμετάλλευσης και ιδεολογικής τρομοκράτησης, πράγματα όλα αυτά καθόλου ηθικά ή προοδευτικά.

Εναν πιο πρόσφατο ορισμό της Αριστεράς έδωσε ο Νορμπέρτο Μπόμπιο. Στο γνωστό βιβλίο του «Δεξιά και Αριστερά» ο ιταλός φιλόσοφος και σοσιαλιστής διαχώρισε (όχι όμως απόλυτα) τις δύο ιδεολογίες ή ιστορικές τάσεις με βάση το δίπολο ελευθερία –ισότητα. Η Δεξιά δίνει περισσότερη έμφαση στην ελευθερία, η Αριστερά στην ισότητα, και υπάρχει στο πολιτικό φάσμα μια κλίμακα με διαφορετικούς βαθμούς έμφασης στη μία ή την άλλη αξία.

Πίσω από αυτή τη διαμάχη γύρω από το προβάδισμα της ελευθερίας ή της ισότητας βρίσκονται, όπως νομίζω, δύο εντελώς διαφορετικές ανθρωπολογικές αντιλήψεις. Για τη δεξιά σκέψη η ανθρώπινη φύση είναι δεδομένη, είναι κάτι εγωιστικό, ιδιοτελές και άγριο, και ο σκοπός δεν είναι η καταστολή της (κάτι αδύνατο άλλωστε) αλλά η «κοινωνικοποίησή» της, δηλαδή η θεσμική προσαρμογή των εκδηλώσεών της στην έμμεση εξυπηρέτηση του κοινού συμφέροντος. Οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες που παράγονται από τη δράση των εγωιστικών, αλλά με άνισες ικανότητες ατόμων είναι δίκαιες και συνιστούν προϋπόθεση για την κοινωνική ευεξία. Από εδώ ακριβώς πηγάζει ο πολιτικός συντηρητισμός της δεξιάς ιδεολογίας: στη σκέψη της, κάθε μορφή status quo που προκύπτει με αυτό τον τρόπο είναι σωστή, γιατί αντανακλά μια φυσική αναγκαιότητα, και η ανατροπή της θα ήταν καταστροφική.

Στην αριστερή παράδοση σκέψης, από την άλλη, η ανθρώπινη φύση είτε είναι κατά βάση καλή, αλλά διαστρέφεται από την καταπίεση και την εκμετάλλευση, είτε δεν υπάρχει, είναι απλώς ένα μύθευμα των κατεστημένων ελίτ για να διαιωνίζουν την κυριαρχία τους. Η πρώτη εκδοχή, η ρομαντική, κουρελιάστηκε από τις τραγικές εμπειρίες του 20ού αιώνα, ιδιαίτερα των επαναστατικών κινημάτων, που η συμπεριφορά τους όπου έγιναν καθεστώς έδειξε να επιβεβαιώνει ακριβώς την απαράλλαχτη αγριότητα, ιδιοτέλεια και μοχθηρία της ανθρώπινης φύσης. Σήμερα επικρατεί η δεύτερη εκδοχή, και μάλιστα σε μια ενισχυμένη, βολονταριστική, μεταμοντέρνα μορφή: αφού η ανθρώπινη φύση είναι μια φενάκη, τα πάντα είναι ζήτημα επιλογής. Ο καθένας μπορεί να επιλέξει σε ποια πολιτισμική κοινότητα θα ανήκει και με ποιους όρους, πόσα και ποια συστατικά από διαφορετικές κουλτούρες θα βάλει στο μίξερ της ταυτότητάς του, ποια ιστορική «αφήγηση» θα δεχτεί ως αληθινή, ακόμη και ποιο φύλο θα έχει ή αν θα έχει φύλο. Προοδευτική δράση είναι εδώ η κινητοποίηση για τη θεσμική αναγνώριση τέτοιων επιλογών (επιθυμιών) ως δικαιωμάτων.

Στην ακραιφνή δεξιά σκέψη, λοιπόν, ελευθερία σημαίνει πρακτικά την ελευθερία των «φύσει» ισχυρών να υποτάξουν τους λιγότερο ισχυρούς (και για το δικό τους καλό), ενώ για την Αριστερά της παγκοσμιοποίησης ελευθερία σημαίνει την ατομική χειραφέτηση από τους υποτιθέμενους φυσικούς περιορισμούς, και ισότητα είναι το δικαίωμα όλων να «επιλέγουν».

Με τον τρόπο αυτό, όμως, η μεταλλαγμένη Αριστερά εκκενώνει εδάφη προς όφελος της αμετάλλακτης Δεξιάς. Γιατί αντί να συσπειρώνει γύρω από τις καθολικές αξίες που υπερασπιζόταν παραδοσιακά, υπερθεματίζει στη σχετικότητα των αξιών, αποδέχεται άνευ όρων τους κοινωνικούς εξωτισμούς, νομιμοποιεί και στηρίζει τον κατακερματισμό της κοινωνίας σε «ταυτοτικές ομάδες» και αποξενώνει τη μεγάλη μάζα των πραγματικά ανίσχυρων. Η Δεξιά της «φυσικής τάξης» δεν θα μπορούσε να βρει ευκολότερο ιδεολογικό αντίπαλο.