Το άκρον άωτον της υποκρισίας στην πολιτική είναι όλοι να διακηρύσσουν την ανάγκη για αλλαγή μιας κατάστασης αλλά όποτε εμφανίζεται η ευκαιρία που μπορεί να βελτιώσει αυτήν την κατάσταση τα συμφέροντα, η μιζέρια και η οπισθοδρόμηση να κάνουν ό,τι μπορούν για να τη σαμποτάρουν.

Πολίτες, πολιτικοί και δημοσιογράφοι, τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια, συμφωνούν ότι το επίπεδο του Kοινοβουλίου είναι άθλιο και πως πρέπει να αλλάξει.

Αυτό που παρακολουθεί καθημερινά ο έλληνας πολίτης από σημαντικό αριθμό βουλευτών, είτε από τη Βουλή είτε από τα διάφορα τηλεοπτικά παράθυρα, είναι η παντελής απουσία πολιτισμού στον διάλογο, οι συνεχείς διακοπές του συνομιλητή, η ασυνεννοησία, οι φωνές, οι ύβρεις, οι απειλές, τα ψέματα, η έλλειψη επιχειρημάτων και κοινού νου, η ξύλινη γλώσσα, η διαρκής αποφυγή συγκεκριμένης απάντησης σε σαφή ερωτήματα, η αφόρητη παρελθοντολογία, το φτηνό και μπανάλ ύφος. Ενα επίπεδο πλυσταριού, πεζοδρομίου, χουλιγκανισμού, ενίοτε και φρενοκομείου. Ενα ακατάλληλο θέαμα.

Από την άλλη πλευρά, έχουμε έναν επίσης σημαντικό αριθμό δημοσιογράφων του πολιτικού ρεπορτάζ οι οποίοι μέσα από χαμηλού επαγγελματικού επιπέδου συνεντεύξεις προσβάλλουν και ερεθίζουν τους προσκεκλημένους πολιτικούς, προκαλώντας και ενθαρρύνοντας τις ακραίες συμπεριφορές τους για λόγους προπαγάνδας ή ακροαματικότητας.

Οι συγκεκριμένοι δημοσιογράφοι ενώ παρουσιάζονται ως πολιτικοί αναλυτές και σχολιαστές, στην πραγματικότητα δρουν ως κομματικοί εκπρόσωποι φανατικότεροι, πολλές φορές, ακόμη και από αυτούς που υποστηρίζουν. Τσακώνονται ακόμη και μεταξύ τους μπροστά στο κοινό με φρασεολογίες όπως «δεν ξέρεις τι σου γίνεται», «είσαι ψεύτης», «ψεύτρα», «αυτά σου λέει το κόμμα να πεις», «είσαι άθλιος» και πολλά άλλα παρόμοιας κομψότητας.

Προσφάτως είχαμε ένα γεγονός στην πολιτική ζωή του τόπου, την εμφάνιση του κόμματος του Σταύρου Θεοδωράκη, Το Ποτάμι, το οποίο έσπειρε τον πανικό σε πολλούς από αυτούς που προανέφερα. Και μόνο η αναγγελία της ίδρυσης του κόμματος κατέβασε τις μάσκες πολλών από τους δήθεν δημοκράτες πολιτικούς και από τους δήθεν «απλούς σχολιαστές» δημοσιογράφους.

Από όσα διαβάζω, μία από τις βασικές θέσεις του κ. Θεοδωράκη, τον οποίο δεν γνωρίζω προσωπικά, περιλαμβάνει την κατάργηση του κομματικού κράτους, ως υπευθύνου για όλα τα σοβαρά προβλήματα της χώρας. Προφανώς αναφέρεται στις εξυπηρετήσεις των ημετέρων, την αναξιοκρατία, τα ρουσφέτια, τη διαφθορά, την αδιαφάνεια και τα κάθε λογής συμφέροντα. Ενα άλλο ζήτημα το οποίο υποστηρίζει είναι η ανάγκη συνεννόησης μεταξύ των κομμάτων. Ιδέες και απόψεις που όλοι μας συμμεριζόμαστε.

Θα περίμενε κανείς πως οι πολιτικοί και οι δημοσιογράφοι στους οποίους αναφέρομαι παραπάνω θα καλωσόριζαν την εμφάνιση του κ. Θεοδωράκη, διότι και εκείνοι υποτίθεται πως συμφωνούν με τις ίδιες ιδέες. Αντί γι’ αυτό, άρχισαν να τον πολεμούν με απαξιωτικά σχόλια και αρνητική κριτική. Ενα από τα επιχειρήματα που προβάλλουν στην προσπάθειά τους να τον υποβαθμίσουν πολιτικά είναι ότι το στίγμα του δεν είναι ούτε αριστερό ούτε δεξιό και ως εκ τούτου, κατ’ αυτούς, γενικό και αόριστο. Οταν κάτι δεν έχει μια από τις γνωστές ταμπέλες αδυνατούν να το καταλάβουν.

Οι επιθέσεις αυτές στόχο έχουν να ακυρώσουν οτιδήποτε απειλεί το κομματικό τους συμφέρον και τις προσωπικές τους φιλοδοξίες. Ημουν παρών όταν γνωστή υπουργός του παρελθόντος ρωτήθηκε γιατί δεν αποδέχτηκε μια σωστή πρόταση για έναν νόμο από κάποιον πολιτικό αντίπαλο. Η απάντησή της ήταν: «Η πρόταση ήταν σωστή αλλά σιγά μην του δώσω το credit»! Αυτή τη νοοτροπία παρακολουθούμε επί δεκαετίες στο Κοινοβούλιο, γι’ αυτό και φθάσαμε ώς εδώ.

Η δογματική αρτηριοσκλήρυνση που εμποδίζει τα κόμματα να επικοινωνήσουν μεταξύ τους –ακόμη και όταν η χώρα βυθίζεται –και η διάβρωση της κοινωνικής λειτουργίας από τη μόλυνση των πελατειακών σχέσεων των κομμάτων στραγγαλίζουν κάθε ελπίδα προόδου και ευνουχίζουν τις υγιείς και δημιουργικές δυνάμεις που διαθέτει ο τόπος.

Οι πολιτικοί, από όποιο κόμμα του συνταγματικού τόξου και αν προέρχονται, οφείλουν να μπορούν να συνεννοηθούν σε καίρια ζητήματα με τους αντιπάλους τους, χωρίς ταμπέλες και φανατισμό. Εάν είναι ανίκανοι για κάτι τέτοιο να μείνουν σπίτι τους.

Η ασυνεννοησία, το όχι σε όλα, η πόλωση και το «ο θάνατός σου η ζωή μου» οδηγούν στη μιζέρια και στον μαρασμό.

Ο Ανδρέας Μανωλικάκης είναι ηθοποιός και σκηνοθέτης, καθηγητής Σκηνοθεσίας και Υποκριτικής και διά βίου μέλος του Actors Studio και Μέλος του Διοικητικού του Συμβουλίου