Κανείς πλέον δεν μπορεί να αμφιβάλλει μετά και την «αποκάλυψη» Μπαλτάκου ότι όχι μόνο κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας που το λένε και πολιτικο-κομματικό σύστημα, αλλά ότι με τη συνέχιση αυτού του συστήματος ακόμη και αν βγούμε στις αγορές θα πρόκειται για μια όαση της φαντασίας στην έρημο.

Η συζήτηση του Μπαλτάκου με τον Κασιδιάρη δείχνει τις κρυφές διαδρομές που συνδέουν τη ΝΔ με την ξενοφοβία και με το νεοναζιστικό κόμμα. Το δε υβρεολόγιό του κατά του Πρωθυπουργού, του ανθρώπου που τον διόρισε στη θέση του γενικού γραμματέα της Κυβέρνησης, όπως και οι κατά καιρούς δηλώσεις του άλλου «εθνικιστή» της ΝΔ, του Φαήλου Κρανιδιώτη, αποδεικνύουν και την απευθείας σχέση τους όχι μόνο με την Ακροδεξιά αλλά και με το «κόμμα της αγένειας». Ο γεμάτος με θρησκευτικές εικόνες τοίχος στο γραφείο του κυρίου Μπαλτάκου, σε συνδυασμό με τις ανεπίτρεπτες ύβρεις, δείχνει και το μέγεθος της υποκρισίας. Δεν αξίζει αυτός ο τόπος τέτοιο πολιτικό σύστημα.

Ενα σύστημα που δείχνει καθημερινά ότι δεν ενδιαφέρεται να απαντήσει στο ερώτημα ποιο πρέπει να είναι το μελλοντικό παραγωγικό μοντέλο της χώρας.

Σε κάθε σύγχρονη Δημοκρατία δύο είναι σε γενικές γραμμές οι προτάσεις οι οποίες αφορούν το μέλλον του εκάστοτε παραγωγικού μοντέλου. Η μία αφορά τη συγκρότηση ενός δεξιού και κεντροδεξιού πόλου σύμφωνα με τον οποίο η ελεύθερη αγορά από μόνη της οδηγεί στην ανάπτυξη, ενώ το υπερφορτωμένο κράτος μόνο καταπιέζει. Γι’ αυτήν την αντίληψη, η ανάπτυξη έρχεται από το μικρότερο κράτος και την απαλλαγή του επιχειρηματικού χώρου από την υψηλή φορολογία και τις μεγάλες ασφαλιστικές εισφορές. Η δεύτερη αφορά τη σοσιαλδημοκρατική αφήγηση, σύμφωνα με την οποία η δημιουργία ενός ισχυρού κράτους παροχής κοινωνικών υπηρεσιών σε συνδυασμό με την ενίσχυση της επενδυτικής επιχειρηματικής δραστηριότητας δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ανάπτυξη, περισσότερα έσοδα, αναδιανομή και λιγότερες ανισότητες.

Το πρόβλημα έγκειται στο ότι σήμερα στο πολιτικό μας σύστημα φαίνεται να διαμορφώνεται όχι τόσο ένας μικρότερος αλλά ένας, επιτρέψτε μου να τον αποκαλέσω, παρά φύσιν δικομματισμός. Αυτός δεν διευκολύνει να επικεντρωθεί η συζήτηση σε αυτές τις δύο μεγάλες προτάσεις, οι οποίες δείχνουν και τη διαφορά μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς.

Η πρώτη πλευρά του προαναφερθέντος παρά φύσιν δικομματισμού αφορά το ότι ενώ η χώρα έχει ανάγκη μιας δεξιάς παράταξης, η οποία θα μπορεί να κάνει συμμαχίες στρατηγικής σημασίας με το φιλελεύθερο Κέντρο, αυτή έχει αφύσικους «συμμάχους» είτε προς τους θαυμαστές της Ρωμιοσύνης του Κασιδιάρη είτε στρατηγική συνεργασία με τμήμα της Κεντροαριστεράς.

Ποτέ δεν ήταν πιο επιτακτική από όσο σήμερα, μετά και την αποκάλυψη Μπαλτάκου, η δημιουργία ενός φιλελεύθερου Κέντρου (εντός ή και εκτός της ΝΔ) ως φυσικού συμμάχου της Δεξιάς. Το φιλελεύθερο Κέντρο αποτελεί συστατικό στοιχείο της σύγχρονης Κεντροδεξιάς. Οσοι το εντάσσουν στις δυνάμεις της Κεντροαριστεράς μάλλον βρίσκονται σε μεγάλη σύγχυση για το τι εκφράζει καθεμία από αυτές τις δύο έννοιες. Ας ρωτήσουν την Ντόρα Μπακογιάννη να τους εξηγήσει τις διαφορές.

Η άλλη πλευρά του παρά φύσιν δικομματισμού είναι ότι έχουμε μια πρωτίστως λαϊκιστική, πολωτική και εξίσου αγενή σε πολλές περιπτώσεις Αριστερά, όπως αυτή εκφράζεται από τον ΣΥΡΙΖΑ, η οποία δεν έχει συμμάχους παρά μόνο στον χώρο της Ακροδεξιάς των Ανεξάρτητων Ελλήνων (που κάτι θα έχουν καταλάβει όσοι την αποκαλούν «ψεκασμένη»). Η «κεντροαριστερή» Ελιά, επίσης, έχει ανοιχτό μέτωπο μόνο κατά της Αριστεράς.

Για να εξορθολογισθεί το πολιτικό μας σύστημα, εκτός από την πολιτική λειτουργία ενός φιλελεύθερου Κέντρου, χρειάζεται να δημιουργηθεί και ένας ισχυρός σοσιαλδημοκρατικός πόλος ως στρατηγικός σύμμαχος αριστερών προτάσεων διακυβέρνησης. Αυτός ο πόλος δεν έχει ανάγκη το φιλελεύθερο Κέντρο, χρειάζεται όμως να «βυθιστεί» στις αξίες του φιλελευθερισμού. Γι’ αυτό είναι ανάγκη να ενισχυθούν ιδεολογικά και εκλογικά οι ιδέες και οι αξίες της Σοσιαλδημοκρατίας και της Ανανεωτικής Δημοκρατικής Αριστεράς (εν πολλοίς εκφράζονται στον χώρο της ΔΗΜΑΡ). Με την προϋπόθεση όμως ότι αυτές οι αξίες θα δέσουν και με συγκεκριμένη πρόταση εξουσίας για τη διακυβέρνηση της χώρας.

Το Ποτάμι δεν αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, την απάντηση σε αυτόν τον παρά φύσιν δικομματισμό. Οχι βεβαίως γιατί είναι προϊόν διαπλοκής αλλά γιατί είναι προϊόν ενός αντιπολιτικού πνεύματος που, όπως πολύ πολιτικά δήλωσε ο γραμματέας του ΠαΣοΚ Νίκος Ανδρουλάκης, γεννιέται «από την κρίση εμπιστοσύνης» προς τα κόμματα και την πολιτική.

Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας