ατύχημα. Ο Παρθενώνας, υποβλητικά φωτισμένος, ακτινοβολεί ατάραχος το μεγαλείο του. Ολοι είναι εκεί. Δεν λείπει κανείς. Πλάτων, Αριστοτέλης, Σωκράτης, Σοφοκλής. Είναι και κάποιοι που τότε ήταν αγέννητοι ή, αν είχαν γεννηθεί, έτρωγαν βελανίδια. Κάποιοι που εκπολιτίσθηκαν εκ των υστέρων και παριστάνουν σήμερα τους τιμητές των Ελλήνων, ενώ είναι απλώς οι δανειστές τους γιατί μην έχοντας νιονιό, αντίθετα με τους Ελληνες, έχουν απλώς φράγκα και δανείζουν τους Ελληνες που έχασαν τα δικά τους γιατί απορροφήθηκαν διαδίδοντας τον πολιτισμό σε όλη την οικουμένη, με αποτέλεσμα να μπερδευτούν στον λογαριασμό. Είναι προφανές ότι το λίκνο γιορτάζει. Μια συμφιλίωση έχει επέλθει, μια καινούργια ημέρα ξημερώνει. Οι συμποσιαστές απολαμβάνουν τον οίνο και τους λόγους που ρέουν άφθονοι. Εχουν γίνει όλοι Αθηναίοι. Υψώνουν τα ποτήρια τους και πίνουν εις υγείαν της κοιτίδας του πολιτισμού, της μιας και μοναδικής Αθήνας. Θα ‘λεγες πως έχει αναστηθεί ο ίδιος ο Περικλής και ρητορεύει ακατάσχετα. Ξαφνικά του κόβεται η μιλιά. Οι συνδαιτυμόνες παγώνουν. «Πάθατε κάτι, εξοχότατε;». «Μπα, τίποτε. Με τσίμπησε ένας Σπαρτιάτης που κουβαλούσα στη φόδρα μου γιατί πάντα ήθελα να ενώσω όλους τους Ελληνες». «Λέτε να είναι δηλητηριώδης;». «Αποκλείεται, κύριοι. Τάκη τον λένε».

κανονικός. Ο πραγματικός Περικλής ήταν κι αυτός άνδρας με ισχυρή θέληση αλλά και με διαλείμματα επιπολαιότητας όπως ο σημερινός. Παράδειγμα, η σχέση του με τον Φειδία, τον Σοφοκλή και την Ασπασία. Ο σημερινός έπασχε από το «σύνδρομο του Τάκη». Τελικά, ένας ηγέτης απειλείται από το ίδιο πράγμα τον 5ο π.Χ. και τον 21ο μ.Χ. αιώνα: από την καλή του την καρδιά. Μετά το τέλος της παρ’ ολίγον θριαμβευτικής ολονυκτίας κι αφού ξεπροβόδισε τους καλεσμένους του, ο σημερινός Περικλής πήρε τον δρόμο για το σπίτι του. «Τον μ…. τον Τάκη. Ακου να με πει μ… Πάνω που τα είχα φέρει όλα σε λογαριασμό. Πάνω που ετοιμαζόμουν να βάλω μπρος τη μηχανή για μια κανονική Ελλάδα μετά το πλεόνασμα. Φταίω όμως κι εγώ. Ελλάδα και κανονική γίνεται; Πώς την πάτησα έτσι; Αφού εδώ δεν θα τελειώσει ποτέ ο Εμφύλιος. Πλάκα κάνουμε;». Προβληματισμένος και μη νιώθοντας την ανάγκη για ύπνο, άλλαξε ρότα και τράβηξε για το γραφείο του. Ζήτησε να του φέρουν έναν καφέ. Σκέτο.

πλεόνασμα. Χάραζε για τα καλά. Η πρωινή ψύχρα, κατάλοιπο του χειμώνα που έφευγε, δεν σε ξεγελούσε πια. Αργά αλλά σταθερά έμπαινε η άνοιξη. Ρούφηξε δυο-τρεις γουλιές καφέ. Απλωσε το χέρι και έφερε κοντά του τον τόμο που ήταν ακουμπισμένος στη γωνία του γραφείου του. «Πρωτογενές πλεόνασμα» έγραφε απέξω με μεγάλα γράμματα. Πήγε να τον ανοίξει. Δίστασε. Ρούφηξε άλλη μια γουλιά καφέ. Εσπρωξε μακριά τον τόμο. «Τον έχω διαβάσει τρεις φορές. Τον ξέρω απέξω κι ανακατωτά. Τώρα, όμως, δεν μου ‘ρχεται. Δεν έχω όρεξη για πλεόνασμα τώρα. Α, ρε, μ… Τάκη, τι μου ‘κανες! Τελικά, τι κατάρα είναι αυτή! Να μην μπορεί ποτέ να χαρεί ένας άνθρωπος!». Οι ακτίνες του ήλιου έμπαιναν κανονικά από το παράθυρο. Του έλεγαν καλημέρα.

υποκλοπή. Για όλα έφταιγε αυτή. Ηταν σίγουρος. Οπως και ο ομόλογός του, ο Ταγίπ, της είχε πολλά μαζεμένα. «Εκείνος, όμως, σάρωσε στις εκλογές. Το είδες; Οσα περισσότερα του βγάζανε στη φόρα τόσο φούντωνε το ρεύμα υπέρ του. Τι τα θέλεις, είναι θέμα λαού αυτά τα πράγματα. Αλλος λαός αυτοί, άλλος εμείς». Ο κόσμος της εξουσίας ήταν ανέφελος, σχεδόν ειδυλλιακός πριν αναπτυχθεί η τεχνολογία των καταγραφών και των υποκλοπών. Πήγαινε κάποιος να κρυφακούσει, παραφύλαγες εσύ και πάρ’ τον κάτω. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Πολώνιος έπεσε θύμα του Αμλετ. Αυτές οι σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του Περικλή καθώς η ημέρα προχωρούσε και πλησίαζε η ώρα για το πρώτο ραντεβού. Τότε του ήρθε κάτι σαν νταμπλάς. «Ποιο πρώτο ραντεβού; Το πρώτο ραντεβού της κάθε ημέρας ήταν ο Τάκης. Σήμερα όμως;».

χώρα. Είχε ανάγκη να πάρει λίγο αέρα. Να ανοίξει το παράθυρο. Να μεγαλώσει το κάδρο της στιγμής. Ετσι ο νους του πήγε και ακούμπησε στη χώρα του. «Την καημένη» συλλογίστηκε. «Τέσσερα χρόνια στα γόνατα. Σήμερα θα γιόρταζε την ανάσταση. Δεν της άξιζε τόση πίκρα. Χθες πήγαιναν όλα καλά ώς τη στιγμή εκείνη που δεν θέλω να θυμάμαι. Τελικά, φαίνεται ότι υπάρχει μια γκαντεμιά που δέρνει αυτήν τη χώρα. Τουλάχιστον από σήμερα απέκτησε όνομα. Την λένε Τάκη –σκέτα ή με οποιοδήποτε πρώτο συνθετικό: Νικο, Γιώργο, Μήτσο…».