Η νομική είναι μια επιστήμη που βασίζεται στην ερμηνεία. Δεν υπάρχει κανόνας δικαίου, όσο σαφής και αν εκ πρώτης όψεως φαίνεται, που να «μιλάει από μόνος του» και να περιμένει να τον ακούσουμε για να βρούμε το νόημά του. Φυσικά όλες οι ερμηνείες πρέπει να κινούνται μέσα στη γραμματική διατύπωση αλλά αυτή χωρεί πάντoτε τόσα πολλά ώστε αποτελεί μικρή παρηγοριά. Οι ορθές ερμηνείες στηρίζονται σε πειστικά επιχειρήματα, οι αμφισβητούμενες σε αμφιλεγόμενα, οι λάθος σε προφανώς λανθασμένα.

Στην τρίτη κατηγορία ανήκει η ερμηνεία που δίνει ο καθηγητής Κώστας Χρυσόγονος στη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 του Συντάγματος («Η Βουλή μπορεί με απόφασή της να αποσύρει την εμπιστοσύνη της από την κυβέρνηση ή από μέλος της. Πρόταση δυσπιστίας μπορεί να υποβληθεί μόνο μετά την πάροδο εξαμήνου αφότου η Βουλή απέρριψε πρόταση δυσπιστίας…»). Σύμφωνα με αυτήν, το νόημα της διατύπωσης είναι ότι η πρόταση δυσπιστίας προς την κυβέρνηση διακρίνεται από την πρόταση δυσπιστίας προς κάποιο μέλος της, με συνέπεια η προϋπόθεση της παρόδου εξάμηνης προθεσμίας για την υποβολή νέας πρότασης δυσπιστίας να ισχύει μόνο ως προς αυτόν κατά του οποίου είχε υποβληθεί η προηγουμένη. Αν είχε υποβληθεί κατά της κυβέρνησης, η εξάμηνη προθεσμία δεν ισχύει για πρόταση δυσπιστίας κατά κάποιου συγκεκριμένου μέλους της και το αντίστροφο.

Με άλλα λόγια, κατά τον Κ. Χρυσόγονο, οι προτάσεις δυσπιστίας κατά των μελών της κυβέρνησης θα μπορούσαν χωρίς κανέναν χρονικό περιορισμό να εναλλάσσονται η μία μετά την άλλη. Μέσα σε ένα εξάμηνο θα μπορούσαν να υποβληθούν τόσες προτάσεις όσα είναι και τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου (συν μία ακόμη κατά της της κυβέρνησης συνολικά). Με δεδομένο δε ότι η πρόταση δυσπιστίας έχει ως συνέπεια την άμεση και επί τριήμερο συζήτησή της, το αποτέλεσμα αυτής της ερμηνείας θα ήταν να μην κάνει τίποτα άλλο η Βουλή παρά να συζητεί προτάσεις δυσπιστίας. Δηλαδή, ο Κ. Χρυσόγονος ερμηνεύει τη διάταξη με τέτοιον τρόπο ώστε να μην αποκλείεται ο παραλογισμός να εξαρτάται η λειτουργία της Βουλής από τη διάθεση της αντιπολίτευσης, της πλήρους παράλυσης της λειτουργίας της Βουλής.

Ερμηνείες που οδηγούν σε παραλογισμούς δεν είναι αμφιλεγόμενες αλλά προδήλως λανθασμένες. Υπάρχει στην προκειμένη περίπτωση ερμηνεία που αποκλείει τον παραλογισμό; Φυσικά, και είναι απλούστατη. Η διάταξη του Συντάγματος ορίζει δύο πράγματα: α) ότι πρόταση δυσπιστίας μπορεί να υποβληθεί είτε κατά της κυβέρνησης είτε κατά μέλους αυτής και β) ότι νέα πρόταση δυσπιστίας δεν μπορεί να υποβληθεί πριν από την πάροδο εξαμήνου. Η εξάμηνη απαγόρευση για νέα πρόταση δυσπιστίας ισχύει είτε για την υποβολή της μιας είτε της άλλης. Η αντιπολίτευση μπορεί να επιλέξει είτε πρόταση μορφής κατά της κυβέρνησης είτε κατά κάποιου μέλους της μεμονωμένα αλλά μόνο μία φορά το εξάμηνο.

Και στις δύο περιπτώσεις, η πρόταση δυσπιστίας, αν υπερψηφιστεί, θα έχει ως αποτέλεσμα να χάσει ουσιαστικά η κυβέρνηση την εμπιστοσύνη της Βουλής. Ο Κ. Χρυσόγονος ισχυρίζεται ότι αν υπερψηφιστεί η πρόταση δυσπιστίας για έναν υπουργό, η κυβέρνηση δεν χάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Είναι αλήθεια ότι δεν τη χάνει τυπικά αλλά τη χάνει ουσιαστικά. Φαντάζεται κανείς καμιά κυβέρνηση να εξακολουθεί να παραμένει στη θέση της αν κάποιο μέλος της αντί να αποπεμφθεί χάσει την εμπιστοσύνη της Βουλής; Στην πραγματικότητα η δυνατότητα πρότασης δυσπιστίας προς έναν υπουργό αντί της κυβέρνησης συνολικά αποτελεί έναν έμμεσο τρόπο για κυβερνητική ανατροπή. Στοχεύει έναν ευάλωτο υπουργό ευελπιστώντας να συσπειρώσει περισσότερους βουλευτές και να επιτύχει την πτώση της κυβέρνησης κερδίζοντας την πρόταση δυσπιστίας.

Σε κάθε περίπτωση το Σύνταγμα δίνει τη δυνατότητα στην αντιπολίτευση να επιλέξει τι είδους πρόταση δυσπιστίας θα υποβάλει. Μπορεί να στραφεί εναντίον ενός υπουργού (με το απίθανο ενδεχόμενο αν κερδίσει να μην ανατρέψει την κυβέρνηση) ή εναντίον της κυβέρνησης συνολικά. Αλλά δεν της δίνει τη δυνατότητα να εναλλάσσει προτάσεις δυσπιστίας κάθε εβδομάδα παραλύοντας τελείως τη λειτουργία της Βουλής. Γι’ αυτό τίθεται ο εύλογος περιορισμός να μην μπορεί να υποβάλει νέα πρόταση δυσπιστίας παρά μόνο μετά την πάροδο εξαμήνου. Η ερμηνεία που προτείνω όχι μόνο δεν αντιβαίνει διόλου στη γραμματική διατύπωση του Συντάγματος αλλά και είναι σύμφωνη με την αντίληψη ότι η πρόταση δυσπιστίας χρησιμεύει για να διαπιστωθεί αν η κυβέρνηση διαθέτει την εμπιστοσύνη της Βουλής και δεν αποτελεί ευκαιρία για εντυπωσιασμό και πολιτική γυμναστική.

Ο Σταύρος Τσακυράκης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών