Το εξώφυλλο της λαϊκής εφημερίδας, ειδικής στη δραματοποίηση ειδήσεων «σεξ και αίματος», γράφει στις 26/3/2014: «ΤΡΟΜΟΣ στις φυλακές. Αλβανός βαρυποινίτης έκοψε την καρωτίδα 46χρονου δεσμοφύλακα (πατέρα δύο παιδιών) στο Μαλανδρίνο». Ο τίτλος αυτός ακολουθείται από τη φωτογραφία ενός αιματοβαμμένου μαχαιριού και δυο χέρια να κρέμονται απειλητικά από τα κάγκελα της φυλακής. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ένα πράγματι δυσεξήγητο έγκλημα βρίσκει όλες του τις γνωστές εξηγήσεις υπεραπλούστευσης, εντυπωσιοθηρίας, στιγματισμού. Βέβαια, στη συνέχεια η διαφαινόμενη δολοφονία του φυλακισμένου -δολοφόνου θα περάσει από το συγκεκριμένο ταμπλόιντ στα ψιλά του εξωφύλλου του με τη λέξη «σοκ» και την αποσαφήνιση «Αλβανοί κρατούμενοι στα… κάγκελα».

Η εικονογραφία του εγκλήματος στα ελληνικά MME αποτελεί μιας πρώτης τάξης πηγή κατανόησης των στερεοτύπων που επένδυσαν το «νόμιμο» και το «παράνομο» στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Το έγκλημα και η πολιτική, συνδεδεμένα στο παρελθόν στην αντικομμουνιστική λογική του μετεμφυλιακού κράτους, παρέμειναν έτσι και στην περίοδο της Μεταπολίτευσης, αλλά εντελώς αντεστραμμένα. Η ηρωοποίηση συγκεκριμένων θυτών μέσα από τα σχήματα είτε της πολιτικής δίωξης -καταπίεσης είτε της εικόνας του ρωμαλέου και ατιθάσευτου «Ρομπέν των δασών» υπήρξε συχνή και ενίοτε έτυχε καλλιτεχνικής δικαίωσης. Από την περίπτωση του Κοεμτζή μέχρι αυτή του Ρωχάμη, ο εγκληματίας γίνεται εύκολα πολιτικοκοινωνικός θρύλος. Η αντίληψη ότι η καταπιεστική μετεμφυλιακή συνθήκη διατηρείται και μετά το 1974 διαμορφώνει άλλωστε ένα πνεύμα ανοχής των τρομοκρατικών εγκλημάτων επί μακρόν. Ταυτόχρονα, ο ραγδαίος εκδυτικισμός της ελληνικής κοινωνίας και το πέρασμά της σε σύγχρονες μορφές παρανομίας θα διαμεσολαβηθεί από τον διάχυτο φόβο του αντιαμερικανισμού ότι οι ελληνικές πόλεις «γίνανε Σικάγο».

Από τη δεκαετία του 1990 και ύστερα, και παρά το περιστασιακό ενδιαφέρον της κοινής γνώμης για αποτρόπαια εγκλήματα (π.χ. Δουρής, Σεχίδης κ.ά.), θα συστηματοποιηθεί η διασύνδεση της κοινωνικής επικινδυνότητας με την εξωτερική εισβολή. Οι μετανάστες και ιδίως αυτοί της Αλβανίας σπέρνουν τον πανικό μιας οπισθοχώρησης της ελληνικής κοινωνίας σε αισθητικές και κοινωνικές πρακτικές του παρελθόντος: φτώχεια, χειρωνακτική εργασία, μετανάστευση. Ο νεορατσισμός θα εμπεδωθεί σταδιακά μέσα από την ταύτιση της μετανάστευσης με την εγκληματικότητα και θα πατήσει πάνω σε θεωρίες συνωμοσίας για τις επιβουλές της αλβανικής «μαφίας» απέναντι στην Ελλάδα. Η πολιτική δικαιολόγηση του εγκλήματος «εσωτερικού» ατονεί και δίνει τη θέση της στην πολιτισμική δαιμονοποίηση του εγκλήματος «εξωτερικού». Η αναγωγή της «εισαγόμενης» εγκληματικότητας σε ερμηνεία όλων των μεγάλων δεινών γίνεται συστηματική. Πρόσφατη είναι σχετική δήλωση του Πρωθυπουργού Αντ. Σαμαρά: «Εχουμε τόσους ανέργους όσο και παράνομους μετανάστες, φτάνει πια».

Σήμερα εθνικισμός και υπερπολιτικοποίηση ως σχήματα ερμηνείας του εγκλήματος έρχονται συχνά σε ώσμωση. Σύμφωνα με πρόσφατη δήλωση του Αλ. Τσίπρα το τελευταίο πολυνομοσχέδιο του Μνημονίου είναι «έγκλημα» (προφανώς των ξένων συμφερόντων και των εγχώριων υπηρετών τους). Η σύγχυση μεταξύ τού πότε μιλάμε για ποινική και ποτέ για πολιτική ευθύνη απασχολεί επί χρόνια τις δημόσιες αντιπαραθέσεις, με αποτέλεσμα τη λαϊκή αγανάκτηση και το αίτημα αυτοδικίας μέσα από λιντσαρίσματα και εικονικές κρεμάλες για τους πολιτικούς. Η δυναμική απάντηση άλλωστε στα εγκλήματα των μεταναστών και των «προδοτών» πολιτικών είναι που έδωσαν απρόσμενα ποσοστά στη Χρυσή Αυγή και όπλισαν τα δολοφονικά τάγματα εφόδου της σε πρακτικές εθνοκάθαρσης απέναντι σε εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς. Τραγική ειρωνεία; Στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής, εγκληματική και κομματική οργάνωση γίνονται ένα, η υπερπολιτικοποίηση συγχέεται με τον πιο βάρβαρο ρατσισμό.

Και να που έρχεται η διπλή δολοφονία του «βαρυποινίτη» Ιλία Καρέλι και του σωφρονιστικού υπαλλήλου για να καταδείξει την ανεπάρκεια όλων των δημοφιλών σχημάτων εξήγησης του εγκλήματος, τόσο των δικαιωτικών (πολιτικών) όσο και των στιγματιστικών (εθνικιστικών). Με εξαίρεση τους κατ’ επάγγελμα ανώνυμους διασπορείς του φυλετικού μίσους που διαπρέπουν στο Διαδίκτυο, ο δημοσιογραφικός λόγος μένει αμήχανος μπροστά στο συγκεκριμένο περιστατικό που δεν έχει ξεκάθαρο θύτη και θύμα. Αυτό το συμβάν που το σωφρονιστικό σύστημα διαψεύδει το όνομά του και το κράτος δικαίου μαρτυρά την αναπηρία του δείχνει ότι η Ελλάδα απέχει πολύ από το να γίνει μια κοινωνία επιτήρησης, ελέγχου και πειθαρχικής αυτορρύθμισης όπως οι θιασώτες της θεωρίας του Μεγάλου Αδελφού φοβούνται. Η κοινωνία της φυλακής υπενθύμισε με τον πιο τραγικό τρόπο ότι δεν είναι καθόλου μακριά από τη κοινωνία της τυφλής αγανάκτησης και της κρυφής αντεκδίκησης που την περιβάλλει.

Ο Βασίλης Βαμβακάς είναι λέκτορας στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ