Ξαφνικά στον ήδη μουντό και καταθλιπτικό πολιτικό ουρανό της χώρας πλάκωσαν και τα σύννεφα της λειτουργίας και της χρηματοδότησης των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ). Η προσοχή στράφηκε μόνο στην οικονομική πλευρά του ζητήματος. Καταρχήν σωστά. Ο τρόπος λειτουργίας των ΜΚΟ αυτών θέτει τεράστια ζητήματα αδιαφάνειας. Πώς έρρεαν οι χρηματοδοτήσεις προς αυτές; Πάλι όμως διαφεύγει η ουσία του πράγματος.

Πολύ πριν τεθούν τα ζητήματα της αδιαφανούς λειτουργίας των ΜΚΟ, έπρεπε να έχουν τεθεί τα ερωτήματα για τη σχέση τους ως οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών με την ίδια την αντιπροσωπευτική δημοκρατία.

Πολλοί ισχυρίζονται ότι η προφανής αμφισβήτηση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας ξεκίνησε με τις ακραίες εκδοχές του κινήματος των αγανακτισμένων, εκδοχές που ενστάλαξαν το δηλητήριο του φασιστικού άκρου, σε μια κοινωνία που το ήπιε ωσάν να ήταν θεϊκό νέκταρ. Υπήρχαν όμως και νωρίτερα σημάδια αμφισβήτησης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και αυτά είχαν σχέση με τον τρόπο λειτουργίας των ΜΚΟ στην Ελλάδα αλλά και παγκοσμίως.

Καταρχήν, για να μην υπάρξει καμία παρεξήγηση, σπεύδω να διευκρινίσω ότι η ύπαρξη της κοινωνίας των πολιτών αποτελεί συστατικό στοιχείο της φιλελεύθερης κοινωνίας και αντίβαρο στο κράτος και στην εξουσία. Απ’ αυτή την οπτική γωνία ό,τι λειτουργεί έτσι, ώστε η κρατική εξουσία να αφήνει ανοικτούς διαδρόμους στην ιδιωτική πρωτοβουλία και στη ζωή των πολιτών είναι θετικό. Και οι ΜΚΟ παίζουν σημαντικό ρόλο στην απαγκίστρωση της κοινωνίας από την κρατική εξουσία. Αλλά ώς εδώ. Γιατί, δυστυχώς, αντί οι ΜΚΟ ως θεσμοί της κοινωνίας των πολιτών να καταλαμβάνουν, εδώ και παγκοσμίως, μια συμπληρωματική θέση στο παζλ που λέγεται σύγχρονη φιλελεύθερη δημοκρατία, από τη δεκαετία του 1990 και ύστερα φορτώθηκαν με καθήκοντα που δεν μπορούσαν να φέρουν εις πέρας.

Ο ρόλος που ανατέθηκε στις ΜΚΟ ήταν αυτός της υποκατάστασης των παλαιών πολιτικών υποκειμένων. Αυτές μετατράπηκαν σε πολιτικά υποκείμενα της «μετανεωτερικής» περιόδου. Αναδείχθηκαν σημαντικές αντιφάσεις και ανισότητες, οι οποίες για πολλούς λόγους είχαν μείνει εκτός του βεληνεκούς της αντισυστημικής κριτικής. Αυτού του τύπου οι προσεγγίσεις ανέδειξαν τομείς και πλευρές της «ανθρώπινης κατάστασης», που έπρεπε να ξεφύγουν από τις δαγκάνες των πολιτικών εξουσιών. Η φιλελεύθερη δημοκρατία απαιτεί ζητήματα όπως η γλώσσα, η σεξουαλικότητα, ο ρατσισμός, τα δικαιώματα των μεταναστών, οι ειδικές μορφές κοινωνικής ανισότητας, να μην υπάγονται στις λογικές της πλειοψηφίας και των κρατικών εξουσιών, αλλά να προστατεύονται ως ατομικά δικαιώματα. Αυτή είναι η φωτεινή πλευρά της νέας εποχής.

Υπάρχει όμως και σκοτεινή πλευρά. Αυτή οδηγεί στην απολυτοποίηση του κόσμου των μικροεξουσιών και, κατά συνέπεια, στην υποτίμηση της πολιτικής, ως πεδίου έκφρασης του γενικού συμφέροντος και του Κοινωνικού Συμβολαίου. Οδηγηθήκαμε έτσι στην απαξίωση αρχών και θεσμών όπως είναι αυτές της πλειοψηφίας, των κομμάτων, της αντιπροσωπευτικότητας, της οργάνωσης, του δικαίου, της συναίνεσης, της ταξικής ανάλυσης, της κριτικής στις κοινωνικές ανισότητες.

Στην Ελλάδα, το ζήτημα αυτό ανέδειξε και μια ακόμη διάσταση. Οι ΜΚΟ λειτούργησαν όχι μόνο ως εργαλεία υποκατάστασης της πολιτικής, όχι μόνο ως εργαλεία άσκησης εξωτερικής πολιτικής (αυτό συνέβη και σ’ άλλες δυτικές δημοκρατίες), αλλά ως εργαλεία προώθησης εθνικιστικών αιτημάτων και συμπεριφορών. Οι ελληνικές ΜΚΟ δεν πάντρευαν τις ανάγκες των κοινωνιών των ιδιωτών μεταξύ διαφορετικών εθνών. Απλά, επιχειρούσαν να ρυμουλκήσουν αυτές τις κοινωνίες στα λιμάνια εθνικιστικών προτεραιοτήτων. Πολλές ελληνικές ΜΚΟ έγιναν υπουργεία εθνικιστικών υποθέσεων.

Και αφού το «εθνικό συμφέρον» είναι πάνω από τα ατομικά δικαιώματα, οι φορείς της κεντρικής εξουσίας, με βάση την επίκλησή του, «τροφοδοτούσαν διάφορους λογαριασμούς», οι οποίοι αναλάμβαναν να προωθήσουν το συμφέρον αυτό. Δεν είναι τυχαίο ότι τα περίφημα «μυστικά κονδύλια» και στο υπουργείο Εξωτερικών, αλλά και (παλαιότερα) στο υπουργείο Τύπου, κατευθύνονταν διακομματικά κυρίως στις τσέπες όσων «πουλούσαν» υπερπατριωτισμό και ορθοδοξία. Η ελληνική εξαίρεση μεγαλούργησε και εδώ, γιατί κατόρθωσε να παντρέψει τη νέα εποχή, τη μετανεωτερικότητα, με τον θρησκευόμενο εθνικισμό. Κουμπάρος αυτού του γάμου ήταν η διαφθορά.

Καιρός είναι να αποδώσουμε εκ νέου το γενικό συμφέρον στο πολιτικο-κομματικό σύστημα και τα επιμέρους συμφέροντα στις οργανώσεις της κοινωνίας των ιδιωτών.

Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι διδάκτορας Κοινωνιολογίας