Υπάρχει μια ωραία ιστορία γύρω από τον Αγγελο Σικελιανό. Τον καιρό που ο ποιητής διοργάνωνε στους Δελφούς, μαζί με την τότε σύζυγό του Εύα Πάλμερ – Σικελιανού, τις Δελφικές Εορτές, τον πλησίασε ένας βοσκός και του παρέδωσε ένα ανορθόγραφο σημείωμα, που τον καλούσε να φέρει το ίδιο βράδυ σε ένα ορισμένο μέρος δέκα χιλιάδες δραχμές, αλλιώς ήταν χαμένος. Το σημείωμα υπογραφόταν από τον λήσταρχο Μοναστηριώτη, φόβο και τρόμο της περιοχής. Ο Σικελιανός πήγε πράγματι στο ραντεβού, αλλά χωρίς τα λεφτά. Είπε στον λήσταρχο ότι είχε έρθει μόνο για να τον γνωρίσει και ότι την περιουσία του τη χρειαζόταν για τη χρηματοδότηση του έργου του. Ο ληστής, παραξενεμένος, τον ρώτησε τι έργο ήταν αυτό και τότε ο Σικελιανός άρχισε να του αναλύει τη δελφική ιδέα. Ληστής και ποιητής έμειναν να κουβεντιάζουν ώς το ξημέρωμα. Οταν ήρθε η ώρα να χωρίσουν, ο πρώτος έσφιξε το χέρι του δεύτερου και του είπε ότι πολύ θα ήθελε να έρθει στο «πανηγύρι» του, αλλά δεν γινόταν με τα κουρέλια που φορούσε. Δύο μήνες αργότερα ο Μοναστηριώτης τραυματίστηκε θανάσιμα σε συμπλοκή με τη χωροφυλακή. Ενας τσοπάνος που τον είδε να πεθαίνει ανέφερε στον Σικελιανό ότι στις τελευταίες στιγμές του μιλούσε ολοένα γι’ αυτόν και για κάποια ιδέα.

Την ιστορία αυτή την κατέγραψε ο γραμματέας του Σικελιανού. Μπορεί να μην είναι εντελώς αληθινή ή και να μην είναι καθόλου. Ακόμη όμως και στην τελευταία περίπτωση, το γεγονός και μόνο ότι μια τέτοια διήγηση θεωρήθηκε αρκετά αληθοφανής ώστε να γίνει πιστευτή είναι από μόνο του αποκαλυπτικό. Παραπέμπει σε μια εποχή που ακόμη και αιμοβόροι κλαρίτες στην Ελλάδα σέβονταν και θαύμαζαν την παιδεία. Μπορεί οι αγράμματοι γονείς που ήθελαν να «ξεστραβωθούν» και να «προκόψουν» τα παιδιά τους να απέβλεπαν στην εξασφάλισή τους με μια θέση στο Δημόσιο ή με ένα προσοδοφόρο επάγγελμα όπως του γιατρού ή του δικηγόρου, αλλά έχει σημασία ότι την προϋπόθεση γι’ αυτό την περιέγραφαν με όρους μόρφωσης και όχι κάποιου χαρτιού.

Αυτό είναι που έχει αλλάξει στη σημερινή Ελλάδα. Η παιδεία έχει πέσει τόσο χαμηλά στην αξιακή κλίμακα σχεδόν όλων, από τους πολιτικούς ώς τα νοικοκυριά και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των ίδιων των εκπαιδευτικών, ώστε θεωρείται μια περιττή δοκιμασία για την απονομή του μαγικού εγγράφου που θα ανοίξει τον δρόμο για μια περίοπτη θέση στην κοινωνία ή έστω για μια άνετη καρέκλα σε κάποιο γραφείο. Τα αποτελέσματα τα βλέπουμε παντού: στην ποιότητα των πολιτικών ανδρών και γυναικών, των κομμάτων, των δημοσίων αλλά και των ιδιωτικών υπηρεσιών, της κυρίαρχης επιχειρηματικής αντίληψης, της εικόνας των πόλεών μας, της ζωής σε αυτές τις πόλεις. Τα βλέπουμε και στη σχέση με το βιβλίο, έναν τομέα όπου οι Ελληνες είμαστε αποδεδειγμένα η ουρά της ουράς ανάμεσα στους ευρωπαϊκούς λαούς.

Το τελευταίο αυτό θέμα ήρθε (ή μάλλον θα έπρεπε να έρθει) στο προσκήνιο πρόσφατα με αφορμή τη δημοσιοποίηση της κυβερνητικής πρόθεσης για κατάργηση της ενιαίας τιμής βιβλίου. Οπως όμως κάθε συζήτηση στην Ελλάδα, έτσι και αυτή παράχωσε ένα πρόβλημα μέσα σε απαγγελίες ιδεολογικών πιστεύω γύρω από μια απόφυση του προβλήματος. Φάνηκε αυτό σε όλη του τη θεατρικότητα στη δημόσια συζήτηση που έγινε πριν από καμιά δεκαριά μέρες στον «Ιανό», μπροστά και σε βουλευτές και άλλα πολιτικά πρόσωπα. Από τη μια πλευρά το νεοφιλελεύθερο ευαγγέλιο, που μας διαβεβαιώνει ότι η απελευθέρωση της τιμής του βιβλίου θα είναι ευεργετική για τον καταναλωτή (μόνο ως καταναλωτή βλέπει τον αναγνώστη), γιατί θα το κάνει φτηνότερο και έτσι οι Ελληνες θα αγοράζουν περισσότερα βιβλία, αδιάφορο αν αυτά θα είναι απλώς περισσότερες αποχρώσεις του γκρι. Η απέναντι πλευρά, αν και είναι αλήθεια ότι διατύπωσε σοβαρά επιχειρήματα, το γύρισε τελικά και αυτή σε βιβλικό ιδίωμα και πνεύμα, με φράσεις όπως ότι το βιβλίο είναι η κιβωτός της ελληνικής γλώσσας (ποια κιβωτός όμως, του Νώε, που αμόλησε ιπποπόταμους στο Αραράτ, ή της Διαθήκης, που ήταν ένα είδος λειψανοθήκης;).

Πρέπει να πω ότι είμαι υπέρ της διατήρησης της ενιαίας τιμής στο βιβλίο. Η κατάργησή της θα οδηγούσε στη συρρίκνωση, αν όχι στην εξαφάνιση των ποιοτικών, οικονομικά πιο ευπαθών βιβλιοπωλείων και στην παντοκρατορία των μεγάλων αλυσίδων, που λειτουργούν με τη λογική της ζήτησης για μπεστ σέλερ και γενικά για βιβλία της μόδας. Αυτό ακριβώς συνέβη μέσα σε ελάχιστα χρόνια στη Δανία, για παράδειγμα, μια από τις λίγες χώρες της Ευρώπης που απελευθέρωσαν την τιμή του βιβλίου. Σοκαρισμένοι από το αποτέλεσμα οι Δανοί, που είναι πρακτικοί άνθρωποι, αλλά παίρνουν στα σοβαρά τα ζητήματα παιδείας, σκέφτονται να επαναφέρουν το προηγούμενο καθεστώς. Πώς να το κάνουμε, μπορεί το βιβλίο να διακινείται με όρους αγοράς, αλλά η παιδευτική αξία του δεν μετριέται με την εμπορική ανταγωνιστικότητά του.

Το πραγματικό πρόβλημα, που όλη αυτή η συζήτηση προσπέρασε γρήγορα έπειτα από μια – δυο αναφορές στα πεταχτά, είναι ότι με ή χωρίς ενιαία τιμή οι Ελληνες δεν διαβάζουν. Παλιά υπήρχε η, όντως εύλογη, δικαιολογία του εκτεταμένου αναλφαβητισμού. Σήμερα ρίχνουμε το φταίξιμο στο κλίμα μας, που υποτίθεται ότι διασπά την προσοχή μας και μας σπρώχνει να βγούμε έξω από τα σπίτια μας. Αλλά τότε πώς εξηγείται το ότι είμαστε παγκόσμιοι πρωταθλητές στην τηλεθέαση; Κακά τα ψέματα. Αν σταματήσουμε για λίγο να αυτοαθωωνόμαστε, θα αναγκαστούμε να παραδεχτούμε ότι μαζί με τον αναλφαβητισμό εξέλειψε –τι ειρωνεία! –και η εκτίμηση για τα γράμματα. Οι περισσότεροι αναλφάβητοι της εποχής του λήσταρχου του Παρνασσού θα άνοιγαν ευχαρίστως δυο – τρία βιβλία, αν ήξεραν γράμματα. Οι σημερινοί εγγράμματοι είναι αναλφάβητοι με μια βαθύτερη έννοια, γιατί γαλουχήθηκαν από ένα σύστημα που δεν έχει απλώς απαξιώσει την παιδεία, την έχει βιάσει και εξακολουθεί να τη βιάζει συστηματικά με χίλιους τρόπους.

Και αυτό επίσης άφησε τη σφραγίδα του στη συζήτηση που έγινε στον «Ιανό». Μπορεί οι πατέρες του Εθνους που ήταν παρόντες να υποσχέθηκαν απαξάπαντες ότι θα συνηγορήσουν υπέρ της ενιαίας τιμής, αλλά μικρή η παρηγοριά, όταν ακούς έναν από αυτούς, έναν κομψό νεαρό βουλευτή της Εύβοιας, να δηλώνει ότι θα στηρίξει «τον υπάρχων νόμο».