Καθώς συνηθίζονται τέτοιες ημέρες οι απολογισμοί, λέω να κάνουμε σήμερα έναν και από αυτήν εδώ τη στήλη. Εναν απολογισμό, όμως, όχι της χρονιάς που έφυγε ούτε της κρίσης που έμεινε αλλά της διαδρομής αυτής της χώρας στα περίπου εκατόν ογδόντα χρόνια της ύπαρξής της ως ανεξάρτητου κράτους. Εννοείται ότι ο απολογισμός αυτός δεν μπορεί να έχει την ακρίβεια και πληρότητα μιας ιστορικής έρευνας ούτε τη διεισδυτικότητα μιας κοινωνιολογικής ανάλυσης. Σε αντιστάθμισμα, θα στηριχτεί σε μερικά προφανή δεδομένα, που ίσως μας λένε κάτι για το πώς φτάσαμε εδώ που βρισκόμαστε σήμερα.

Η Ελλάδα, λοιπόν, είναι, μαζί ή και πριν από τη Γαλλία, το πρώτο κράτος στον κόσμο που καθιέρωσε την καθολική ψηφοφορία (για τους άνδρες). Αλλά ο τρόπος που λειτούργησε στην Ελλάδα η καθολική ψηφοφορία, όπως και οι περισσότεροι κοινοβουλευτικοί θεσμοί, την έφερε, από την άποψη της πολιτικής ωριμότητας, πιο πίσω από πλήθος άλλες χώρες που την ακολούθησαν σε αυτόν τον δρόμο. Η Ελλάδα είναι το μόνο ευρωπαϊκό κράτος που όχι μόνο διατήρησε μα και αύξησε επανειλημμένα (για την ακρίβεια πολλαπλασίασε) την εδαφική επικράτειά του χάρη στις συμμαχίες της ή την εύνοια των ισχυρών. Αλλά οι περισσότεροι Ελληνες αισθάνονται πως η χώρα τους αδικείται διαρκώς από τις μεγάλες δυνάμεις, πως απειλείται άμεσα με συρρίκνωση από σχεδόν όλους τους γείτονές της και από σκοτεινές διεθνείς συνωμοσίες. Η Ελλάδα εκτοξεύτηκε μέσα σε λίγες δεκαετίες στον αστερισμό των πλουσιότερων χωρών του κόσμου. Αλλά το πέτυχε και, κυρίως, το διαχειρίστηκε με τρόπο που –εδώ δεν θα προχωρήσω, γιατί πρόκειται για κάτι πολύ γνωστό και οδυνηρό.

Ας συνεχίσουμε με άλλα. Η Ελλάδα είναι η τελευταία χώρα στην Ευρώπη που υιοθέτησε το γρηγοριανό ημερολόγιο, η τελευταία που έδωσε ψήφο στις γυναίκες, η τελευταία που έφερε στα σπίτια των κατοίκων της το ραδιόφωνο και, πολύ αργότερα, την τηλεόραση. Είναι μια χώρα που ο λαός της λατρεύει τα «γκάτζετ» της τεχνολογίας, αλλά εχθρεύεται την ίδια την τεχνολογία. Είναι μια κοινωνία με ηθική εντελώς κοσμική και μάλιστα πραγματιστική, αλλά με θρησκευτικές αντιλήψεις που παραπέμπουν σε θεοκρατικό σύστημα. Είναι μια χώρα που οι πολίτες της σταυροκοπιούνται ολοένα μπροστά στις εκκλησίες, κάνουν τάματα σε θαυματουργά εικονίσματα και θεωρούν ότι είναι οι μόνοι γνήσιοι χριστιανοί ανάμεσα σε όλους τους λαούς, αλλά το μόνο μήνυμα του Ευαγγελίου είναι γι’ αυτούς η υπόσχεση ότι, όταν πεθάνουν, θα αναστηθούν μια μέρα (γι’ αυτό δεν θέλουν να καίγονται οι νεκροί). Είναι η μόνη χώρα της Ευρώπης όπου η θεωρία της εξέλιξης των ειδών (που εδώ και σχεδόν έναν αιώνα δεν είναι θεωρία αλλά σύνολο επιστημονικά αποδεδειγμένων νόμων της φύσης) διδάσκεται στα σχολεία της ακόμη και σήμερα το πολύ ως «υπόθεση».

Η Ελλάδα είναι μια χώρα που πέρασε σχεδόν εν μια νυκτί από τη ζωή στην ύπαιθρο στη ζωή σε πολυκατοικίες, από το μουλάρι στο ΙΧ αυτοκίνητο, από το λαϊκό πανηγύρι στη νεοπλουτίστικη, επιδειξιμανή βακχεία του σκυλάδικου. Οι Ελληνες είναι διάσημοι (ή διαβόητοι) ανά τον κόσμο για τον ατομικισμό και την απειθαρχία τους, αλλά παραδίνονται πειθήνια στον ισοπεδωτικό κολεκτιβισμό της πατριάς, του σογιού, που ρυθμίζει σχεδόν τα πάντα στη ζωή τους, από το επάγγελμα που θα ακολουθήσουν μέχρι τον τρόπο που θα παντρευτούν και τα ονόματα που θα δώσουν στα παιδιά τους.

Αυτές οι αντιφάσεις, αυτό το κράμα συντηρητισμού και αεικινησίας, κομφορμισμού και άναρχου ατομοκεντρισμού, παραδοσιοκρατίας και ωφελιμισμού, θρησκομανίας και αμοραλισμού, μέθης από μεγάλες επιτυχίες και θυματολαγνείας, δυσπιστίας για τον έξω κόσμο και «έξω καρδιά» τρόπου ζωής θα μπορούσε να είναι μια πρόκληση για τον ανθρωπολόγο, να συνιστά μια εντελώς ιδιαίτερη, ακόμη και συναρπαστική πολιτισμική ταυτότητα, και ίσως πράγματι ήταν κάποτε έτσι. Αλλά εδώ και πολύ καιρό όχι πια. Μέσα σε ένα περιβάλλον αδιαφάνειας, εμείς έχουμε γίνει τρομακτικά διαφανείς, τόσο για τους ξένους όσο και για τον εαυτό μας. Ο συντηρητισμός μας δεν είναι προϊόν σύνεσης, περίσκεψης ή ιστορικής σοφίας αλλά καχεξίας, πρόχειρων ισορροπιών και ανασφάλειας. Η πολυπραγμοσύνη μας είναι μικρόπνοη και μίζερη, ο αμοραλισμός μας στείρος (ακόμη και η διαφθορά στη χώρα μας είναι αντιπαραγωγική, τόσο που ένας Κοσκωτάς να φαντάζει σήμερα σαν οραματιστής). Τις παραδόσεις μας δεν τις ζούμε αλλά τις υποδυόμαστε. Η θρησκευτικότητά μας δεν έχει κανένα θεολογικό περιεχόμενο, δεν είναι καν απλοϊκή ευλάβεια, είναι ένας μπιχλιμπιδάτος διάκοσμος και μια σειρά ιδιοτελών συναλλαγών με το Θείο. Η εξωστρέφεια της ελληνικής διασκέδασης είναι τόσο πιο εκκωφαντική όσο πιο αγωνιωδώς προσπαθεί να συγκαλύψει την εσωστρέφεια, την κρυψίνοια και τη βαθύτερη δυσθυμία του εθνικού χαρακτήρα μας –δυσθυμία που πηγάζει από ένα υπόγειο αίσθημα ματαίωσης μπροστά στον στενό ορίζοντα της πραγματικότητάς μας.

Με άλλα λόγια, είμαστε (έχουμε γίνει) μια αστική κοινωνία χωρίς αστική τάξη και, κατά συνέπεια, χωρίς αστικό ήθος. Ελληνική αστική τάξη υπήρξε και άκμασε, αλλά στον παροικιακό, τον εκτός της ελληνικής επικράτειας Ελληνισμό. Τη σάρωσαν από τις εστίες της οι θύελλες της Ιστορίας, ενώ το τμήμα της που είχε την ατυχία να ζητήσει καταφύγιο στην Ελλάδα μαράζωσε γρήγορα στο περιβάλλον που βρήκε εδώ. Κατά τα άλλα, όποια βήματα προς τα εμπρός έγιναν σε αυτό τον τόπο τα χρωστάμε σε κάποιες έκκεντρες, εμπνευσμένες και χαλκέντερες προσωπικότητες της πολιτικής, των γραμμάτων και των τεχνών, της οικονομίας και –ναι! –της Δημόσιας Διοίκησης, που με αγώνες κόντρα σε πελώριες αντιστάσεις και αδράνειες έσυραν λίγο πιο μακριά το βαλτωμένο όχημα που λέγεται Ελλάδα. Η κουλτούρα μας δίνει έμφαση προπαντός στους πολέμαρχους και στο αντιστασιακό φρόνημα του λαού. Αλλά τέτοιες μορφές, τέτοιο πνεύμα συναντάμε και στο Αφγανιστάν. Αν η Ελλάδα δεν έγινε το Αφγανιστάν της περιοχής της, το οφείλει σε εκείνους τους άλλους, τους συχνά αφανείς ή χλευασμένους στον καιρό τους ήρωες. Που μας λείπουν πολύ σήμερα.

«Δύστυχη η χώρα που έχει ανάγκη από ήρωες», λέει ο Γαλιλαίος του Μπέρτολτ Μπρεχτ. Και δυο φορές δύστυχη, θα προσθέσω, η χώρα που έχει ανάγκη από ήρωες και δεν τους βρίσκει.