Εκτός της κρίσης, υπάρχουν και άλλα θέματα στην ημερήσια διάταξη της Ευρώπης, όπως π.χ. αυτό της άμυνας που καλό είναι να μην παραβλέπουμε. Επειτα από αρκετά χρόνια σιωπής, λόγω της ενασχόλησης με την οικονομική κρίση, η ΕΕ θα ασχοληθεί με την ασφάλεια και την άμυνα στη Σύνοδο Κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, που θα γίνει την επόμενη εβδομάδα (19-20 Δεκεμβρίου). Κύριοι στόχοι, να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα της αμυντικής πολιτικής, να ενισχυθούν οι αμυντικές ικανότητες (capabilities) της Ενωσης καθώς και η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία, θέμα για το οποίο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε τον περασμένο Ιούλιο σχετικές προτάσεις.

Το άνοιγμα της συζήτησης για το θέμα της ευρωπαϊκής άμυνας στο ανώτατο πολιτικό επίπεδο (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο) είναι πολλαπλώς χρήσιμο και αναγκαίο, τόσο για την ΕΕ συνολικά όσο και για την Ελλάδα ειδικότερα. Η δεινή οικονομική κρίση στην οποία έχει περιέλθει η Ενωση την οδήγησε αναπόφευκτα σε εσωστρέφεια, με αποτέλεσμα να παραμελήσει πτυχές, πολιτικές και δράσεις που συνδέονταν με τον διεθνή ρόλο της και τη θέση της στο παγκοσμιοποιημένο διεθνές σύστημα. Παραμέλησε ιδιαίτερα την ανάπτυξη της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας. Ετσι η πολιτική αυτή, που ξεκίνησε το 1998 με μεγάλες φιλοδοξίες, έχει ουσιαστικά αποτελματωθεί. Κάποια πρώτα βήματα έγιναν (με την ανάπτυξη των «στρατιωτικών ικανοτήτων») αλλά η Ενωση δεν απέκτησε ούτε τα ουσιαστικά μέσα ούτε τους θεσμικούς μηχανισμούς που θα της επέτρεπαν να διαδραματίσει ορατό ρόλο στη διαδικασία διαχείρισης κρίσεων και επίλυσης συγκρούσεων. Στο πεδίο αυτό υπήρξε ουσιαστικά απούσα τα τελευταία χρόνια. Βεβαίως, η αλήθεια είναι ότι η Ενωση θα παραμείνει κατά βάση μια «πολιτική δύναμη» (civilian power) με «ήπια μέσα δύναμης» (soft power). Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να έχει αμυντική πολιτική και ικανότητες να διαδραματίζει έναν σταθεροποιητικό διεθνή ρόλο. Οθεν και η σημασία της επαναφοράς του θέματος «ευρωπαϊκή άμυνα» στην ημερήσια διάταξη.

Θα μπορούσε η Ελλάδα, κάτω από τις κρατούσες δύσκολες συνθήκες της οικονομικής κρίσης, να επωφεληθεί από τη συζήτηση αυτή, να επιχειρήσει δηλαδή να ενσωματώσει κάποια πρωτοβουλία, κάποιο ιδιαίτερο αίτημα στον τομέα της άμυνας; Η αυθόρμητη, άμεση απάντηση πολλών θα ήταν μάλλον όχι. Υπάρχουν τόσα ανοιχτά θέματα, τόσα αιτήματα στον τομέα της οικονομίας που η προβολή ενός ακόμη αιτήματος δεν θα συνιστούσε ενδεχομένως σοφή επιλογή. Ωστόσο, παρά τις επιφυλάξεις αυτές, εν πολλοίς κατανοητές, η πολιτική πρέπει να αποβλέπει «να σπάσει τη λογική του αδύνατου» –και το κατά κάποιον τρόπο αδύνατο να το καταστήσει δυνατό. Στη βάση αυτή, το θέμα της ασφάλειας των συνόρων και της χώρας (που συνιστούν εξωτερικά σύνορα της Ενωσης) θα μπορούσε (και πρέπει) να τεθεί στη σχετική συζήτηση με επιδίωξη μια γενική αναφορά στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που να καλύπτει πολλές πτυχές (προστασία συνόρων, μετανάστευση, ενεργειακή ασφάλεια κ.λπ.). Να επισημάνουμε εδώ ότι από τη Συνθήκη του Αμστερνταμ (1977) έχει περιληφθεί ρύθμιση η οποία επαναλαμβάνεται σε μεταγενέστερες Συνθήκες, περιλαμβανομένης και της Συνθήκης της Λισαβώνας, που δεσμεύει την ΕΕ να προστατεύει τα σύνορα και την ακεραιότητα των κρατών-μελών της.

Παράλληλα στη Συνθήκη της Λισαβώνας έχει συμπεριληφθεί άρθρο που θεσπίζει τη ρήτρα της αμοιβαίας συνδρομής –της συλλογικής συμπαράστασης δηλαδή των κρατών-μελών της Ενωσης προς κράτος-μέλος που αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο της εξωτερικής απειλής. Και μολονότι η ρήτρα αυτή θεσπίστηκε έπειτα από ελληνική πρωτοβουλία (στη Συνέλευση που συνέταξε το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα και που στη συνέχεια μεταφέρθηκε στη Συνθήκη της Λισαβώνας), η Ελλάδα ουδέποτε επιχείρησε να αξιοποιήσει τις ρυθμίσεις αυτές. Εμφανίσθηκε σαν να τις ξέχασε στη λογική της ασυνέχειας που χαρακτηρίζει το ελληνικό κράτος. Θα μπορούσε να τις θυμηθεί και αξιοποιήσει σε οποιοδήποτε δυνατό μέτρο τώρα. Ενα συναφές θέμα με πολλές πτυχές που μπορεί και πρέπει να τεθεί είναι αυτό του ύψους των αμυντικών δαπανών της χώρας σε σχέση με το συνολικό ύψος των δαπανών, του χρέους αλλά και σε σχέση με το μέσο επίπεδο αμυντικών δαπανών στην ΕΕ. Είναι βεβαίως δύσκολο τέτοιες πρωτοβουλίες να αποδώσουν αμέσως συγκεκριμένα αποτελέσματα. Αλλά έχει σημασία να ανοίξει μια διαδικασία. Και μια διαδικασία ανοίγει έστω με μια φράση, μια πρόταση στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών