Πριν από λίγες ημέρες μια νορβηγίδα τηλεπαρουσιάστρια της κρατικής τηλεόρασης, ονόματι Σιβ Κρίστιν Σέλμαν, δέχθηκε τις παρατηρήσεις του εργοδότη της επειδή φόρεσε κατά την παρουσίαση του δελτίου έναν σταυρό. Πολιτική της κρατικής τηλεόρασης είναι οι παρουσιαστές να μη φοράνε θρησκευτικά σύμβολα, ενώ υπήρξαν και τηλεθεατές που τηλεφώνησαν για να διαμαρτυρηθούν εξαιτίας του μήκους 1,4 εκ. σταυρού στον λαιμό της κυρίας Σέλμαν. Το περιστατικό αυτό ανακίνησε όλη την προβληματική που συνάπτεται με τον ουδετερόθρησκο χαρακτήρα της κρατικής δράσης και την ένταση που δημιουργείται ενδεχομένως με τη θρησκευτική ελευθερία των πολιτών, ένταση που στο πρόσφατο παρελθόν ανέδειξε η περίφημη υπόθεση του Εσταυρωμένου στις σχολικές αίθουσες της Ιταλίας (Λαούτσι κατά Ιταλίας). Ιδίως σε μια περίπτωση όπως αυτή, όπου ο πολίτης είναι ταυτόχρονα και κρατικός υπάλληλος, η σύγκρουση είναι σχεδόν αναπόφευκτη.

Λίγους μήνες πριν, όμως, σχεδόν ταυτόσημα πραγματικά περιστατικά κρίθηκαν υπέρ της ελευθερίας της θρησκευτικής έκφρασης από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Στρασβούργου. Πράγματι, στην απόφαση Ιούιντα κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Βρετανία) το δικαστήριο καταδίκασε το Ηνωμένο Βασίλειο για παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας της αιτούσης. Σε εκείνη την υπόθεση η προσφυγούσα, υπάλληλος της (ιδιωτικής) αεροπορικής εταιρείας British Airways και Κόπτισσα στο θρήσκευμα επέλεξε να φορέσει και εκείνη έναν σταυρό εν ώρα εργασίας. Ο κανονισμός αμφίεσης της εταιρείας όμως επέβαλλε κάθε κόσμημα θρησκευτικού χαρακτήρα να καλύπτεται πλήρως από την εταιρική στολή, διαφορετικά να παρέχεται έγκριση της διοίκησης. Στην περίπτωση όμως της κυρίας Ιούιντα οι προϊστάμενοί της αρνήθηκαν να τη δεχθούν στην εργασία της αν δεν έβγαζε πρώτα τον επίμαχο σταυρό. Το αποτέλεσμα ήταν η προσφυγούσα να μην εργαστεί για περίπου τέσσερις μήνες, τους οποίους φυσικά δεν πληρώθηκε, μέχρι που η εργοδότρια εταιρεία μετέβαλε πολιτική αμφίεσης, επιτρέποντας και τους σταυρούς. Ας σημειωθεί ότι η εργοδότρια εταιρεία μέχρι το σημείο εκείνο αποδεχόταν να εργάζονται οι Σιχ υπάλληλοί της με το τουρμπάνι τους καθώς και οι μουσουλμάνες φορώντας τον ισλαμικό κεφαλόδεσμο (αρκεί να ήταν στα εγκεκριμένα χρώματα της εταιρείας). Αντιθέτως, η πρόβλεψη που υπήρχε για τους χριστιανούς ήταν αρνητική, προξενώντας εύλογα αισθήματα ανισότιμης μεταχείρισης στην κυρία Ιούιντα.

Σύμφωνα τώρα με την αιτιολογία της απόφασης του δικαστηρίου, το Ηνωμένο Βασίλειο καταδικάστηκε διότι οι κρατικές Αρχές παρέβησαν τη θετική τους υποχρέωση να διασφαλίσουν την άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας της έκφρασης στον εργασιακό χώρο της κυρίας Ιούιντα. Πρόκειται για ένα θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα, δεδομένου ότι «μία υγιής και δημοκρατική κοινωνία πρέπει να ανέχεται και να συντηρεί την πολυφωνία και τη διαφορετικότητα». Ακόμη περισσότερο, υπάρχει αυτοτελής αξία στο να μπορεί ο πολίτης που θρησκεύεται να γνωρίζει την πίστη του στους άλλους.

Από την άλλη μεριά, η επιλογή της εταιρείας να προβάλει μια συγκεκριμένη εταιρική εικόνα προς τα έξω δεν μπορεί να κριθεί ως ισοβαρής, ειδικά όταν ο σταυρός είναι διακριτικός. Αλλωστε τα τουρμπάνια και οι μαντίλες των άλλων υπαλλήλων της εταιρείας δεν προέκυψε ότι έβλαψαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την εργοδότρια εταιρεία.

Στην περίπτωση της Νορβηγίδας τηλεπαρουσιάστριας πάλι, η ίδια η κυρία Σέλμαν φέρεται να δήλωσε ότι δεν φόρεσε τον σταυρό ως κάποια ιδιαίτερη έκφραση της θρησκευτικής της ταυτότητας, αν και δηλώνει χριστιανή, αλλά απλώς και μόνο επειδή ήταν ένα δώρο του συζύγου της από το τελευταίο του ταξίδι. Κατά τα λοιπά, η αντίδρασή της οφειλόταν στο ότι δεν ήθελε να λένε οι τηλεθεατές στον προϊστάμενό της τι να φοράει και τι όχι. Ωστόσο το πράγμα στην περίπτωση της κυρίας Σέλμαν είναι ισχυρώς ανάλογο με την υπόθεση της κυρίας Ιούιντα, πολλώ δε μάλλον επειδή εργοδότης της είναι το νορβηγικό κράτος. Δεν έχουμε λοιπόν να αντιμετωπίσουμε ζητήματα τριτενέργειας των ατομικών δικαιωμάτων, που μεταγλωττίζονται σε θετική υποχρέωση του κράτους να προστατεύει τη θρησκευτική ελευθερία στις μεταξύ ιδιωτών σχέσεις στον χώρο εργασίας, αλλά για ευθύ περιορισμό της θρησκευτικής ελευθερίας ενός πολίτη από το κράτος. Ο περιορισμός αυτός μοιάζει δυσανάλογος από τη στιγμή που η διακριτική σταυροφορία της κυρίας Σέλμαν δύσκολα μπορεί να υποστηριχθεί ότι διακινδύνευε την ουδετεροθρησκεία του δελτίου ειδήσεων που εκφωνούσε. Και εδώ λοιπόν το αξιακό προβάδισμα ανήκει στη θρησκευτική ελευθερία.

Ο Αθ. Αναγνωστόπουλος είναι διδάκτορας Ποινικού Δικαίου και θεολόγος