Η Γερμανία έχει συνηθίσει να είναι αποδέκτης της νοτιοευρωπαϊκής δίκαιης ή άδικης κριτικής, την οποία πολύ συχνά αντικρούει με ένα μείγμα απορίας και ελαφριάς αδιαφορίας. Πρόσφατα, όμως, η Γερμανία μπήκε στο στόχαστρο ισχυρότερων και πιο αντικειμενικών παραγόντων, που δύσκολα μπορεί να αγνοήσει. Επίσημη αναφορά του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών, με τη συνδρομή μάλιστα της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας και στελεχών του ΔΝΤ, επικρίνει τη Γερμανία για το εμπορικό της πλεόνασμα, που έφτασε να είναι μεγαλύτερο της Κίνας. Σύμφωνα με την αναφορά, η αναιμική εγχώρια ζήτηση της Γερμανίας και η εξάρτησή της από τις εξαγωγές δυσχεραίνει σημαντικά τη διαδικασία εξισορρόπησης της ευρωπαϊκής οικονομίας. Η κυβέρνηση Μέρκελ επιμένει πως οι εξαγωγές είναι δείγμα οικονομικής υγείας και ότι δεν υπάρχουν ανισορροπίες στη Γερμανία που χρειάζονται διόρθωση. Παρενέβη ο Ντ. Λίπτον, νούμερο 2 στο ΔΝΤ, ζητώντας από τη Γερμανία να σκεφτεί τον πλανήτη και να μειώσει σημαντικά το πλεόνασμά της. Ποιος έχει δίκιο;

Εκ πρώτης όψεως, η απάντηση είναι σαφής. Ο ισχυρός δεν μπορεί να απολογείται για την υγεία του! Να παύσουν να φτιάχνουν οι Γερμανοί τόσο καλά αυτοκίνητα, για να μπορέσουν να αναπνεύσουν οι παραπαίουσες γαλλικές/ιταλικές αυτοκινητοβιομηχανίες; Ή όπως θέλει το ανακριβές στερεότυπο: να μη δουλεύουν οι Γερμανοί για να ξεκουραστούν οι τεμπέληδες του Νότου;

Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Η Γερμανία διαχρονικά ειδικεύεται στην παραγωγή βιομηχανικών αγαθών υψηλής ποιότητας. Εως το 1999, όμως, υπήρχε ένας αυτόματος περιορισμός που εμπόδιζε τον πλανήτη από το να αγοράζει μόνο προϊόντα made in Germany: το γερμανικό μάρκο. Μπορεί η VW να έφτιαχνε καλά οχήματα, αλλά είχαν και την αντίστοιχη τιμή, οπότε αρκετοί προτιμούσαν ένα φτηνότερο Φίατ. Μεταπολεμικά, όσο ανέβαινε η γερμανική βιομηχανία, έτεινε να ανεβαίνει και το μάρκο, φέρνοντας μια σχετική ισορροπία στο διεθνές εμπόριο της χώρας. Από τη στιγμή, όμως, που τα ευρωπαϊκά νομίσματα ενώθηκαν υπό το ευρώ, η ισοτιμία που αντιμετωπίζουν οι γερμανοί παραγωγοί στις διεθνείς αγορές καθορίζεται και από τις συνθήκες στη Μαδρίτη ή την Αθήνα. Ως αποτέλεσμα, τα γερμανικά προϊόντα κοστίζουν λιγότερο στο εξωτερικό, απ’ ό,τι αν υπήρχε ακόμα το μάρκο, με ανάλογο αποτέλεσμα στη ζήτηση: οι γερμανικές εξαγωγές καταγράφουν συνεχή ρεκόρ. Ποιος βλάπτεται και τι μπορεί να γίνει;

Πρώτος βλάπτεται ο γερμανός καταναλωτής! Οι εξαγωγές δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μόνο το τίμημα που πληρώνουμε για να μπορούμε να απολαμβάνουμε προϊόντα άλλων χωρών. Η Γερμανία διατηρεί σχετικά υποτονική ζήτηση, που σημαίνει ότι οι Γερμανοί δεν καταναλώνουν όσο θα μπορούσαν, τόσο εγχώρια προϊόντα, όσο και ξένα όπως ελληνικό γιαούρτι ή διακοπές στη Μαγιόρκα. Ακολούθως βλάπτονται και οι γιαουρτοπαραγωγοί ή οι ξενοδόχοι εκτός Γερμανίας.

Σημειωτέον ότι εν προκειμένω δεν ζητείται μια απευθείας ενίσχυση των νότιων οικονομιών, ένα ευρωομόλογο ή μια τραπεζική Ενωση. Προτείνεται απλά να αφήσει η Γερμανία τους πολίτες της να αισθανθούν πλουσιότεροι, να καταναλώσουν περισσότερα αγαθά, προς όφελος, λίγο πολύ, της παγκόσμιας οικονομίας!

Γιατί λοιπόν αντιστέκεται το Βερολίνο; Η διαδικασία προσαρμογής θα σημαίνει αναπόφευκτα και υψηλότερο πληθωρισμό εντός Γερμανίας, αφού ουσιαστικά αντί να προσαρμοστεί η εξωτερική ισοτιμία (το εκλιπόν μάρκο), θα προσαρμοστεί η εσωτερική. Η εσωτερική ανατίμηση της Γερμανίας γίνεται η άλλη πλευρά του νομίσματος της εσωτερικής υποτίμησης στον ευρωπαϊκό Νότο. Αντί όμως για τον σημερινό ελληνικό αποπληθωρισμό και πληθωρισμό 1%-2% στη Γερμανία, θα έχουμε π.χ. 1% στην Ελλάδα και 4% στη Γερμανία.

Δυστυχώς, για ιστορικούς λόγους, η Γερμανία αποστρέφεται τον πληθωρισμό. Τόσο η εποχή της Βαϊμάρης όσο και η σχετικά υψηλή ανεργία της δεκαετίας του ’90, έχουν πείσει τους Γερμανούς ότι η συνταγή της επιτυχίας απαιτεί χαμηλές τιμές –και αντίστοιχα χαμηλές αυξήσεις μισθών. Αν υποθέσουμε ότι αυτή είναι η γερμανική προτίμηση επί του ζητήματος, έχουν δικαίωμα τρίτοι –και πιο συγκεκριμένα οι ευρωπαίοι εταίροι της –να ζητούν κάτι διαφορετικό; Αν υπάρξει κάποια ζημία για τον μέσο Γερμανό, αυτή θα είναι παντελώς ασήμαντη, ενώ το όφελος για την ευρωπαϊκή περιφέρεια και την ευρωζώνη θα είναι σημαντικό. Το μόνο που απαιτείται είναι να εγκαταλείψει η Γερμανία την εσωστρεφή λογική που επιμένει να απορρίπτει κάθε εξισορρόπηση με ευρωπαϊκό προσανατολισμό και να αναγάγει σε τοτέμ υπεράνω κριτικής κάθε γερμανική παράδοση.

Ισως η αλληλεγγύη που όλο και περισσότεροι στοχαστές οραματίζονται απαιτεί θυσίες από τη Γερμανία. Ισως, όταν οι αυτές γίνουν πολιτικό αίτημα, να έχουμε πολλά να πούμε σε επίπεδο οικονομικών και πολιτικής ηθικής. Αλλά το αίτημα για περιορισμό του γερμανικού εμπορικού πλεονάσματος δεν απαιτεί μία πραγματική θυσία, αλλά μία ψύχραιμη ευρωπαϊκή ματιά που η γερμανική κυβέρνηση αρνείται.

Ο Σ. Γεωργανάς είναι αναπληρωτής καθηγητής στο City University Λονδίνου και ο Κ. Καλλίρης είναι δικηγόρος και διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης