«Μην ταΐζεις το θηρίο!», διακήρυττε η ρεϊγκανική Δεξιά στην προσπάθειά της να περιορίσει τις αμερικανικές δημόσιες δαπάνες, στερώντας από τον αδηφάγο κρατικό Λεβιάθαν τα φορολογικά έσοδα που τον θρέφουν. Αντίθετα, ο σπουδαίος οικονομολόγος Γουίλιαμ Νισκάνεν (1933-2011), με σημαντική συνεισφορά στην περίφημη «σχολή της δημόσιας επιλογής», υποστήριζε ότι η υψηλή φορολόγηση καθιστά τις δαπάνες λιγότερο δημοφιλείς και, συνεπώς, συμβάλλει αποτελεσματικότερα στον περιορισμό του μεγέθους του κράτους.

Στην περίπτωση της μνημονιακής Ελλάδας, το παραπάνω δίλημμα επιλύεται εκ των πραγμάτων από τη ζοφερή κατάσταση των δημόσιων οικονομικών, η οποία επιβάλλει τον ριζικό περιορισμό των κρατικών δαπανών. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη των οικονομολόγων Πολ Ντε Γκρόου και Γεμέι Τζέι για το Κέντρο Ευρωπαϊκών Μελετών Πολιτικής (CEPS), η μείωση του ελληνικού δημόσιου χρέους στο μισό του (ήτοι, στα διαχειρίσιμα επίπεδα του 90%) θα απαιτούσε τη διατήρηση της αύξησης του ΑΕΠ κατά 2% για πενήντα συναπτά έτη! Ετσι, το ασφυκτικό «δημοσιονομικό περιθώριο» περιορίζει δραστικά τις δυνατότητες δημόσιας χρηματοδότησης. Με άλλα λόγια, ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος.

Ωστόσο, το υπερτροφικό κράτος δεν είναι αναγκαίο, ούτε και επιθυμητό, να δώσει τη θέση του στο ατροφικό και υποσιτιζόμενο κράτος. Η πρωτοφανής οικονομική κρίση οδήγησε σε ανυπολόγιστη κοινωνική καταστροφή, η οποία επιβάλλει την ανάπτυξη ενός λειτουργικού συστήματος κοινωνικής προστασίας. Τα φαινόμενα της ακραίας φτώχειας και της υψηλής ανεργίας δοκιμάζουν το κοινωνικό συμβόλαιο, διευρύνουν τις ανισότητες και υπονομεύουν την ανάπτυξη. Ως εκ τούτου, το καίριο ερώτημα της πολιτικής στη σημερινή Ελλάδα δεν (μπορεί να) είναι άλλο παρά το πώς ξοδεύει κάποιος σε συνθήκες δημοσιονομικής κατάρρευσης.

Οι απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα οφείλουν να κινηθούν γύρω από τους παρακάτω τρεις άξονες:

– Η δημοσιονομική εγκράτεια είναι μονόδρομος. Με την ελληνική οικονομία να βρίσκεται σε οριακό σημείο, το επιστημονικά ενδιαφέρον θεωρητικό ζήτημα «ανάπτυξη ή λιτότητα» απλώς δεν βρίσκει εφαρμογή στη χώρα μας, καθώς κάθε απόκλιση μας φέρνει εγγύτερα στην καταστροφή. Στο υφιστάμενο πλαίσιο, κάθε δαπάνη πρέπει να είναι στοχευμένη και απόλυτα αιτιολογημένη.

– Μεταφορά του κέντρου βάρους των δαπανών από τις δημόσιες επενδύσεις (υποδομές) στις κοινωνικές επενδύσεις (ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης, εκπαίδευση/κατάρτιση, πολιτικές στήριξης της οικογένειας κ.ά.).

– Απαιτείται λεπτομερής αξιολόγηση και προσεκτικός σχεδιασμός κάθε πτυχής των δημόσιων πολιτικών. Ποιες περικοπές δαπανών είναι περισσότερο αποτελεσματικές; Από ποιους τομείς και με τι ρυθμό προχωρούμε σε απελευθερώσεις αγορών; Ποιες φορολογικές παρεμβάσεις είναι δημοσιονομικά βέλτιστες και προκαλούν τις μικρότερες κοινωνικές αδικίες;

Ετσι, παράδοξα, το λιτοδίαιτο κράτος της μεταμνημονιακής Ελλάδας όχι μόνο δεν καταργεί την ιδεολογική αντιπαράθεση αλλά, αντίθετα, επαναφέρει την πολιτική στο κέντρο της δημόσιας συζήτησης. Τα πολιτικά κόμματα υποχρεούνται πλέον να ιεραρχήσουν τους στόχους τους, να επιλέξουν τις προτεραιότητές τους και να εξηγήσουν στους πολίτες τις επιλογές τους. Η εποχή της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, όπου τα αιτήματα των ποικίλων οργανωμένων ομάδων συμφερόντων γίνονταν ασμένως αποδεκτά από μεγάλο αλλά ταυτόχρονα «κούφιο» και ανίσχυρο κράτος, μοιάζει να έχει (ευτυχώς) παρέλθει οριστικά.

Στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συζήτηση των ημερών για τον ρόλο της Κεντροαριστεράς στην υπέρβαση της παρούσας κρίσης, ο νέος ρόλος του κράτους πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο λεπτομερούς επεξεργασίας. Η επίκληση της (πανευρωπαϊκά δοκιμαζόμενης) Σοσιαλδημοκρατίας δεν αρκεί για να ανανεώσει τον από χρόνια αφυδατωμένο από τον κρατισμό πολιτικό λόγο των κομμάτων που κινούνται στον χώρο της Κεντροαριστεράς.

Στις ειδικές συνθήκες της σημερινής Ελλάδας οι απαντήσεις δεν μπορούν να βρεθούν στον υπερ-φιλελευθερισμό της ελλιπούς κοινωνικής προστασίας, ούτε στην παρωχημένη «κεϊνσιανή» αντίληψη των υπερεκτιμημένων δημοσιονομικών «πολλαπλασιαστών». Απαιτείται ένα κράτος επαρκώς ισχυρό ώστε να αντιστέκεται στην άλωσή του από τα ειδικά συμφέροντα και ταυτόχρονα αρκετά «αδύναμο» προκειμένου να μην καταπνίγει τον δυναμισμό των αγορών που ενισχύουν τη δημιουργικότητα και παράγουν καινοτομία.

Γνωρίζουμε καλά ότι το κράτος μπορεί να γίνει ένας δυνάστης, μπορεί όμως να γίνει και καλός υπηρέτης. Είναι τουλάχιστον παρήγορο ότι το λιτοδίαιτο κράτος της επόμενης ημέρας δεν αφήνει πολλά περιθώρια στους ανέξοδους λαϊκισμούς, τον λογαριασμό των οποίων προσπαθούμε να πληρώσουμε σήμερα.

Ο Δημ. Σκάλκος είναι πολιτικός επιστήμονας – διεθνολόγος. Τελευταίο του βιβλίο, «Αλήθειες για τον Φιλελευθερισμό»