Η εικόνα του Λέοντος Καραπαναγιώτη να κατεβάζει βιβλία από τα ράφια του παλιού Κάουφμαν της οδού Σταδίου και βυθισμένος να τα ξεφυλλίζει, αδιαφορώντας πλήρως για το τι συμβαίνει γύρω του, είναι πολύ οικεία για τους γαλλόφιλους Αθηναίους της εποχής του.

Οι μικρές αυτές αποδράσεις από το γειτονικό κτίριο του Συγκροτήματος, κατέληγαν συνήθως σε αγορές κάμποσων κάθε φορά βιβλίων, αρκετές από τις οποίες αποδεικνύονταν ατυχείς, όπως μπορούν να βεβαιώσουν αρκετοί δύστυχοι συνεργάτες του Λέοντος, στους οποίους τα έδινε 2-3 ημέρες μετά με την παράκληση να τους ρίξουν μια ματιά και να του πουν τη γνώμη τους. Ως υφιστάμενός του στο «Βήμα» από το 1968 ώς το 1971, υπήρξα ένας από αυτούς και ακόμη θυμάμαι τον τρόμο με τον οποίο έβλεπα τη στοίβα που με περίμενε στο γραφείο μου τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα. Αυτό βέβαια ώσπου να καταλάβω ότι πολύ γρήγορα ξεχνούσε ποια βιβλία μου είχε «δανείσει»!

Το διάβασμα, λοιπόν, και γενικότερα η συστηματική παρακολούθηση των νέων ρευμάτων σε Ευρώπη και Αμερική, σε μια εποχή όπου τα βιβλία, οι εφημερίδες και (μετά την άνοδο της δικτατορίας) τα ξένα ραδιόφωνα ήταν οι μόνοι δίαυλοι ενημέρωσης, ήταν το στοιχείο που διαφοροποιούσε τον Λέοντα από τον μέσο δημοσιογράφο της εποχής του. Σε αυτό τον βοηθούσαν βέβαια η καλή κλασική του παιδεία, η εξαίρετη γνώση γαλλικών και αγγλικών, οι σπουδές του στη Γαλλία και την Ελβετία (για τις οποίες, πάντως, ομολογώ ότι ελάχιστα γνωρίζω) και προπάντων μια έμφυτη ανοιχτοσύνη στον έξω κόσμο.

Οσο τον απόδιωχνε ο επαρχιωτισμός, η εσωστρέφεια και ο ακαδημαϊσμός της επίσημης πνευματικής ζωής της Αθήνας τόσο τον πάθιαζε η ιδέα μιας Ελλάδας εξωστρεφούς, ένας κοσμοπολίτικος πατριωτισμός, όπως θα τον ονόμαζα. Δεν ξέρω αν θα του άρεσαν, αλλά στις δυο αυτές λέξεις συνοψίζεται εναργώς, όπως πιστεύω, το στίγμα του ως διανοουμένου στις πέντε δεκαετίες της ακατάβλητης παρουσίας του στα δημοσιογραφικά πράγματα. Θυμάμαι ακόμη πώς αντιδρούσε όταν τον τσίγκλιζα για το θέμα που μόνιμα διαφωνούσαμε, τον Ανδρέα Παπανδρέου: «Κατάλαβέ το επιτέλους, Νίκο: κανένας άλλος έλληνας πολιτικός δεν διαβάζει 2 τουλάχιστον ξένες εφημερίδες την ημέρα!».

Αν και το θέμα μου είναι ο Λέων Καραπαναγιώτης ως διανοούμενος, δεν θα μιλήσω σήμερα για τα πρώτα βήματά του στη δημοσιογραφία, που ήταν το καλλιτεχνικό ρεπορτάζ στο «Βήμα» της δεκαετίας του 1950 και η κινηματογραφική κριτική. […] Θα σταθώ, αντίθετα, στις «Εποχές», το μοναδικό εκείνο περιοδικό που εξέδωσε το Συγκρότημα Λαμπράκη στη δεκαετία του 1960 και στη σύνταξη του οποίου ο Λέων συμμετείχε όχι μόνο ως αρθρογράφος, αλλά και ως μέλος της συντακτικής επιτροπής του.

Οι «Εποχές» λοιπόν εκδόθηκαν τον Μάιο του 1963, τον μήνα που δολοφονήθηκε ο Γρηγόρης Λαμπράκης στη Θεσσαλονίκη και λίγο προτού πέσει η ΕΡΕ και ανέβει στην κυβέρνηση η Ενωση Κέντρου. Δεκατέσσερα χρόνια μετά το τέλος του Εμφυλίου, η ελληνική κοινωνία είχε αρχίσει να συνέρχεται και να γεύεται διστακτικά τα αποτελέσματα της πρώτης μεταπολεμικής οικονομικής της άνθησης. Στο πνευματικό πεδίο, είχε αρχίσει η βραχύχρονη «άνοιξη» της δεκαετίας 1960, όπως αργότερα ονομάστηκε. Το «Αξιον εστί» του Ελύτη είχε κυκλοφορήσει το 1959, το «Ποτέ την Κυριακή» είχε γυριστεί το 1960 και το δίδυμο Χατζηδάκι – Θεοδωράκη έδινε τον τόνο στα μουσικά πράγματα της χώρας. Στο θέατρο μεσουρανούσε ο Ιάκωβος Καμπανέλης, ενώ την ίδια ακριβώς εποχή κυκλοφόρησε και η τριλογία του Στρατή Τσίρκα. Εξάλλου, μία δεκαετία σχεδόν αφότου πρωτοκυκλοφόρησε η «Επιθεώρηση Τέχνης» μονοπωλούσε τη συζήτηση στον χώρο μιας Αριστεράς, που προσπαθούσε να απαλλαγεί από τα στερεότυπα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, τη μονολιθική σκέψη και την ξύλινη γλώσσα. […]

Διευθυντής των «Εποχών» ήταν ο Αγγελος Τερζάκης, ο οποίος ασκούσε, όπως φαίνεται, τα καθήκοντά του αυτοπροσώπως, επιβάλλοντας γερμανική πειθαρχία για την έγκαιρη κυκλοφορία και των 48 τευχών του περιοδικού, ώς τον Απρίλιο του 1967. Μέλη της συντακτικής επιτροπής ήταν 3 εξίσου «ιστορικοί» εκπρόσωποι της γενιάς του ’30 –ο Γ. Σεφέρης, ο Κ.Θ. Δημαράς και ο Γ. Θεοτοκάς, όλοι τους γύρω στα 60 –και 3 στελέχη του Συγκροτήματος, όλοι τους γύρω στα 30, ο Χρήστος Λαμπράκης, ο Κ. Σκαλιόρας (που ασκούσε στην πράξη και καθήκοντα αρχισυντάκτη) και ο Λέων. […]

Στα πρώτα 6 τεύχη των «Εποχών», ώς τον Οκτώβριο δηλαδή του 1963, ο Λέων Καραπαναγιώτης κρατούσε το λεγόμενο «Δελτίο Διεθνούς Πολιτικής». Επρόκειτο για μόνιμη στήλη στην οποία σχολιαζόταν ένα μείζον διεθνές γεγονός του μήνα που είχε περάσει. […] Τον Οκτώβριο του 1963 ο Λέων ανέλαβε διευθυντής συντάξεως του «Βήματος» (με διευθυντή τον Α. Δημάκο). Ενέδωσε έτσι στην πρόκληση της είδησης και εμπιστεύθηκε έκτοτε το «Δελτίο» των «Εποχών» στον Χ. Μπουσμπουρέλη. Από την υπόλοιπη αρθρογραφία τού Λέοντος στις «Εποχές» ξεχωρίζω την επιμέλεια 2 αφιερωμάτων, το πρώτο για τον Τοκβίλ στο 5ο τεύχος του περιοδικού και το δεύτερο για τον Κωνστ. Λομβάρδο, τον μεγάλο ζακυνθινό ριζοσπάστη και πολιτικό του πρώτου ελληνικού κοινοβουλευτισμού, στο τελευταίο τεύχος, δηλαδή το 48ο. […]

Πάνω απ’ όλα, ωστόσο, η συμβολή των «Εποχών» ήταν ότι έδωσε τότε βήμα, πέρα από την παλαιά, σε μια νεότερη γενιά συγγραφέων, καλλιτεχνών και επιστημόνων, από τον Θαν. Βαλτινό, τον Ρόδη Ρούφο, τον Μένη Κουμανταρέα, τον Μανώλη Αναγνωστάκη και τον Αρη Αλεξάνδρου ώς τον Δημ. Μυταρά, τον Γιάννη Χρήστου, τον Θεόδ. Αντωνίου και τον Χρ. Καρρά, από τον Γ.Α. Μαγκάκη, τον Δημ. και τον Αργ. Φατούρο ώς τον Χρ. Γιανναρά, τον Σπ. Ασδραχά, τον Βασ. Παναγιωτόπουλο, την Αικ. Κουμαριανού, τη Λ. Δρούλια και τα άλλα γνωστά ονόματα της Σχολής Δημαρά (όχι όμως και στον φίλο του Φιλ. Ηλιού, που το όνομά του απουσιάζει από το περιοδικό). Επρόκειτο για τη γενιά που έμελλε να καθιερωθεί μετά το 1974 και που η άνοδος της δικτατορίας έστρεψε τότε προσωρινά προς άλλες μορφές έκφρασης και δράσης.

Αυτή η προσφορά, σημαντικό μερίδιο της οποίας πρέπει να πιστωθεί στον Λέοντα Καραπαναγιώτη, δεν έχει ακόμη μελετηθεί από τη νεότερη γενιά του κλάδου, ο οποίος τα τελευταία χρόνια έχει καθιερωθεί να ονομάζεται «ιστορία των ιδεών και των νοοτροπιών». Για τη γενιά του ’30 και τους επιγόνους της έκανα ήδη έναν υπαινιγμό. Για τα μετέπειτα είναι το ζήτημα καθώς, 40 χρόνια του χρόνου από τη Μεταπολίτευση, δεν έχουμε εξηγήσει ακόμη πώς το αναζωογονητικό και καινοτόμο εκείνο ρεύμα της δεκαετίας του 1960 έδωσε στη δεκαετία του 1980 πολύ γρήγορα τη θέση του στον εσωστρεφή εθνολαϊκισμό που όλοι ξέρουμε, με τα γνωστά υποπροϊόντα του. Γι’ αυτό όμως το θέμα θα χρειαζόταν μια ξεχωριστή ομιλία.

Ο Νίκος Αλιβιζάτος είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το κείμενο αυτό είναι μέρος μιας ομιλίας του στο Μegaron Plus την περασμένη Πέμπτη στην εκδήλωση μνήμης για τον επί σειρά ετών διευθυντή των «ΝΕΩΝ» Λέοντα Καραπαναγιώτη.