Δεν είναι η πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση που ένας πολίτης πέφτει θύμα δολοφονικής πολιτικής μισαλλοδοξίας. Η δολοφονία, ωστόσο, του Παύλου Φύσσα αποτελεί νέα κλιμάκωση της βίας. Σε αντίθεση με τις δολοφονίες από παράνομες οργανώσεις, αυτή συνδέεται με τη μισαλλοδοξία ενός φασιστικού κόμματος που έχει σημαντική εκπροσώπηση στο Κοινοβούλιο και φέρεται να έχει απήχηση στο εκλογικό σώμα.

Προφανώς υπάρχει κατεπείγουσα ανάγκη υπεράσπισης της δημοκρατίας από το απόλυτο Κακό. Το ζήτημα, όμως, είναι με ποιον τρόπο θα την υπερασπισθούμε. Πολλοί θεωρούν ότι πρέπει να ληφθούν έκτακτα μέτρα (να τεθεί εκτός νόμου η Χρυσή Αυγή, να αντιμετωπισθεί ως εγκληματική οργάνωση, να ψηφιστεί αυστηρότερος αντιρατσιστικός νόμος). Αλλοι, εν μέσω αλληλοκατηγοριών για το ποιος ευθύνεται περισσότερο για την άνοδο του φασισμού, καλούν σε ενιαία πολιτική στάση και δράση.

Κατά την άποψή μου, η υπεράσπιση της δημοκρατίας δεν θα είναι αποτελεσματική αν δεν καταστεί εμφανές και δεν γίνει αποδεκτό ένα θεμελιώδες στοιχείο της φιλοσοφίας της: η άρνηση κάθε μορφής βίας. Στο σημείο αυτό, ο φασισμός βρίσκεται στο άλλο άκρο. Επειδή αρνείται ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν αξία, είναι σύμφυτος με κάθε μορφή βίας. Δεν είναι τυχαίο ότι ευθύνεται για τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.

Το δράμα της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας μας είναι η ανοχή πρακτικών επιβολής και βίας και συχνά η ιδεολογική δικαιολόγησή τους. Δεν θα αντιταχθούμε αποτελεσματικά στον φασισμό ξεχωρίζοντας τη δική του βία από τη βία άλλων. Μπορούμε να αποκαλύπτουμε ότι είναι η πλέον διαστροφική και επικίνδυνη, αλλά δεν θα πείσουμε, ιδιαίτερα τους νέους, αν κάνουμε εκπτώσεις στην καταδίκη κάθε μορφής βίας. Για τα πολιτικά κόμματα οι διακρίσεις των άκρων μπορεί να έχουν νόημα, για τις πράξεις βίας δεν έχουν κανένα.

Ο Σταύρος Τσακυράκης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών