Σε πρόσφατο άρθρο του ο «Economist» υπολογίζει ότι τα τελευταία 20 χρόνια τα άτομα που ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας μειώθηκαν κατά 1 δισ. Από το 1990 έως το 2010 το ποσοστό των ανθρώπων που ζουν σε άθλιες συνθήκες ανέχειας στις αναπτυσσόμενες χώρες μειώθηκε από το 43% στο 21%. Αυτή η ταχύτατη βελτίωση των συνθηκών ζωής οφείλεται κυρίως στην παγκοσμιοποίηση και στο άνοιγμα των αγορών. Οι αναπτυσσόμενες χώρες αύξησαν τους ρυθμούς ανάπτυξής τους και αυτό οδήγησε σε κάθε περίπτωση σε μείωση της φτώχειας. Οσες χώρες έδωσαν ταυτόχρονα έμφαση και στην κοινωνική αλληλεγγύη, περιορίζοντας την ανισότητα, κατάφεραν να μειώσουν πολύ περισσότερο τη φτώχεια από τις υπόλοιπες. Ετσι, διαπιστώνει ο «Economist» τα δύο τρίτα της μείωσης της φτώχειας οφείλεται στην ελεύθερη αγορά και την οικονομική ανάπτυξη και το ένα τρίτο στη μείωση της ανισότητας.

Θεωρείται πλέον δεδομένο και μη αμφισβητήσιμο –τουλάχιστον σε όσους δεν είναι οικονομικά αναλφάβητοι ή αθεράπευτα παρωπιδικοί –ότι μόνο οι ελεύθερες αγορές μπορούν να δημιουργήσουν πλούτο, να οδηγήσουν σε οικονομική ανάπτυξη και να κάνουν μια χώρα και τους κατοίκους της πλουσιότερους. Οπως θεωρείται επίσης δεδομένο ότι η αγορά δημιουργεί περισσότερο πλούτο μακροπρόθεσμα εφόσον ρυθμίζεται έτσι ώστε να είναι ανταγωνιστική και όχι έρμαιο ισχυρών οικονομικών και πολιτικών ομάδων συμφερόντων. Ταυτόχρονα είναι πλέον κοινώς αποδεκτό πως η περιορισμένη (για να μη δημιουργεί αντικίνητρα) αναδιανομή του πλούτου και η στοχευμένη κοινωνική πολιτική μπορεί να βελτιώσουν σημαντικά το βιοτικό επίπεδο και να διασφαλίσουν την κοινωνική συνοχή και την πολιτική ομαλότητα. Το δίλημμα λοιπόν (αν υποθέσουμε πως υπάρχει) είναι «αγορές ή μιζέρια», καταλήγει ο «Economist».

Μια από τις σημαντικότερες συμβολές στη συζήτηση για τις προϋποθέσεις λειτουργίας της αγοράς με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για μια κοινωνία οφείλεται στον Ρόναλντ Κόουζ, ο οποίος πέθανε την προηγούμενη εβδομάδα πλήρης ημερών (1910-2013). Ο Κόουζ εντόπισε ένα σοβαρό πρόβλημα στην ελεύθερη αγορά: κάθε συναλλαγή έχει κόστος. Είναι το κόστος που οφείλεται στην έρευνα των συναλλασσομένων για να βρουν μια καλή ευκαιρία ή ένα έξυπνο επιχειρηματικό σχέδιο, το κόστος που δημιουργεί η διαπραγμάτευση που κάθε συναλλαγή απαιτεί αλλά και το κόστος εφαρμογής μιας συμφωνίας. Αυτό το κόστος των συναλλαγών, παρατήρησε ο Κόουζ, είναι ενδογενές στην αγορά και πολλές φορές εμποδίζει τα άτομα να συνάψουν αμοιβαίως επωφελείς συμβάσεις που αυξάνουν τον κοινωνικό πλούτο.

Ευτυχώς το κόστος αυτό μπορεί να μειωθεί με διάφορους τρόπους. Οι επιχειρήσεις προσπαθούν να το μειώσουν με την καθετοποίηση της παραγωγής, το κράτος μπορεί να το μειώσει σε κάποιες περιπτώσεις με τις κατάλληλες ρυθμίσεις αλλά τις περισσότερες φορές αυτό το κόστος το μειώνουν τα ίδια τα άτομα που ανακαλύπτουν ιδιοφυείς τρόπους που κανένας κεντρικός σχεδιαστής δεν μπορεί να φανταστεί.

Βέβαια ο Κόουζ και όσοι συνέχισαν το έργο του δεν άργησαν να επισημάνουν ότι το μεγαλύτερο μέρος του κόστους συναλλαγών δημιουργείται από το κράτος. Η Ελλάδα είναι ένα από τα διαβόητα πλέον παραδείγματα διεθνώς. Εως και τις πρόσφατες άτολμες μεταρρυθμίσεις, τις οποίες υποχρεώθηκε η χώρα μας να εφαρμόσει υπό τον κίνδυνο της χρεοκοπίας, το κόστος συναλλαγών για πολλές οικονομικές δραστηριότητες ήταν από τα υψηλότερα (ή και το υψηλότερο) στην ΕΕ. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το κόστος συναλλαγών που δημιουργεί εμπόδια στις επενδύσεις και ειδικά στην ίδρυση μιας επιχείρησης. Ετσι, μέχρι και το 2008-9 η θέση της Ελλάδας στην κατάταξη της Παγκόσμιας Τράπεζας ως προς τη «φιλικότητα» έναντι των επιχειρήσεων ήταν γειτονική με χώρες όπως η Γκάνα, η Ναμίμπια και η Υεμένη. Αλλα παραδείγματα είναι το απαράδεκτα υψηλό κόστος μεταβίβασης ακινήτων, τα κλειστά επαγγέλματα τα οποία αυξάνουν το κόστος παροχής υπηρεσιών και το άθλιο φορολογικό σύστημα. Μια ιδιαίτερα σημαντική αιτία δημιουργίας εμποδίων στις συναλλαγές είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης σε μία χώρα που κυριαρχεί η διαφθορά ενώ το κοινωνικό κεφάλαιο είναι ελλειμματικό. Δεν είναι τυχαίο ότι οι παγκόσμιοι δείκτες οικονομικής ελευθερίας κατατάσσουν την Ελλάδα σε χώρες με περιορισμένη οικονομική ελευθερία.

Μια χώρα που ακόμη και σήμερα δεν τολμά να απελευθερώσει την αγορά της για να δημιουργηθεί επιτέλους πραγματικός πλούτος (όχι αυτός που προέρχεται από επιδοτήσεις και δανεισμό) ώστε να μπορέσει να χρηματοδοτήσει ένα αξιοπρεπές κοινωνικό κράτος, είναι καταδικασμένη στη φτώχεια και τη μιζέρια, οικονομική και πολιτική.

Ο Αριστείδης Χατζής είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών