Με τη δημοσιοποίηση της έκθεσης εκτέλεσης του προϋπολογισμού, πληροφορηθήκαμε ότι οι επιδόσεις της κυβέρνησης στη διαχείριση των δημοσιονομικών ξεπέρασαν τις προσδοκίες. Σημαντικό πλεόνασμα στο επτάμηνο έναντι προβλεπόμενου ελλείμματος. Σύμφωνοι, λίγο υποβοηθημένο ως λογιστική αποτύπωση, πλην όμως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διαχείριση έχει βελτιωθεί σημαντικά σε σύγκριση με ένα εξάμηνο πριν. Η Ελλάδα φαίνεται να πλησιάζει τον στόχο των Μνημονίων, όπως αυτός προδιαγράφηκε από το καλοκαίρι του 2011: πρωτογενές πλεόνασμα.

Αναμφίβολα, το πολιτικό κέρδος είναι σημαντικό –κυρίως στο εσωτερικό. Ομως η Ελλάδα βρίσκεται ακόμη μακριά από αξιόπιστο και επαναλαμβανόμενο πρωτογενές πλεόνασμα. Τα έσοδα διατηρούνται ψηλά από τη φοροεπιδρομή επί δικαίους και αδίκους. Οι δαπάνες περιορίζονται με βραδείς ρυθμούς λόγω των μεταρρυθμιστικών υστερήσεων. Τα ασφαλιστικά ταμεία και οι ΟΤΑ είναι στα πρόθυρα κατάρρευσης. Θα μπορούμε πραγματικά να πανηγυρίζουμε για το πρωτογενές πλεόνασμα όταν θα έχει ξαναπάρει μπροστά η οικονομία –όταν δεν θα είναι πια οι αποταμιεύσεις των πολιτών που θα καλύπτουν τις φορολογικές ανάγκες, όταν οι εισφορές των ασφαλισμένων θα στηρίζουν το κοινωνικό κράτος, όταν σταματήσει η κατηφόρα της ανεργίας.

Το μεγάλο όφελος για την Ελλάδα από τις ανακοινώσεις για την επίτευξη εντυπωσιακού πρωτογενούς πλεονάσματος σχετίζεται με το εξωτερικό. Προφανώς οι εκπρόσωποι της τρόικας γνωρίζουν την πραγματική κατάσταση. Ομως, με ειλημμένη την απόφαση να παρατείνουν τη στήριξη της χώρας μας –όχι άνευ όρων -, το σημαντικό πλην ασθενικό πρωτογενές πλεόνασμα είναι το διαβατήριο της Ελλάδας για την συνέχιση της βοήθειας. Οχι ως ατού κατά τις διαπραγματεύσεις, αλλά ως επικοινωνιακό εργαλείο της ευρωζώνης για τη συναίνεση της κοινής γνώμης και την ικανοποίηση θεσμικών/ συνταγματικών απαιτήσεων. Οι ευρωμηχανισμοί χρειάζονται τις επιτυχίες μας για να μπορούν να συμμετέχουν στη διάσωσή μας.

Με την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος έρχονται στο προσκήνιο οι «εναλλακτικές πολιτικές». Η χώρα μπορεί να επιζήσει με όσα βγάζει, επομένως μπορεί να απειλήσει με άρνηση πληρωμών και να επιτύχει άμεση διαγραφή σημαντικού μέρους του χρέους. Αλλά κοιτάζοντας τις λεπτομέρειες πίσω από τη θετική τελευταία γραμμή του προϋπολογισμού θα δούμε ότι μόνο ως Αλβανία του Χότζα θα μπορούσε να επιβιώσει η Ελλάδα. Διότι υπάρχουν οι πίσω γραμμές: οι υποχρεώσεις του Δημοσίου (7 δισ. ευρώ), η ρευστότητα ΕΚΤ/ELA των τραπεζών (80 δισ. ευρώ), οι εγγυήσεις του Δημοσίου (20 δισ. ευρώ), ο εξωτερικός ιδιωτικός δανεισμός (160 δισ. ευρώ). Αμφότερες οι πλευρές ξέρουν ότι η επόμενη ημέρα θα είναι η απόλυτη κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας και της κοινωνίας.

Ο λαϊκισμός Αριστεράς και Δεξιάς στην Ελλάδα πουλάει τις κορόνες της υπερήφανης στάσης αντίστασης, χωρίς καμιά πρόβλεψη για την επόμενη ημέρα. Παίζει στα σίγουρα! Στην καλύτερη περίπτωση επιχειρείται να εμφανιστεί η προδιαγεγραμμένη ελάφρυνση του ελληνικού χρέους ως υποχώρηση του ευρωπαϊκού νεοφιλελευθερισμού, περιδεούς μπροστά στη διαπραγματευτική ισχύ της Ελλάδας. Το αξιοσημείωτο είναι ότι τα σενάρια αυτά έχουν υποστηρικτές, έγκυρους κατά τεκμήριο, σε καπιταλιστικές μητροπόλεις (Λονδίνο, Νέα Υόρκη). Αυτοί όμως βλέπουν μια παγκόσμια σκακιέρα, έχουν δική τους ατζέντα για την Ευρώπη και μένουν μόνο στην τελική γραμμή της εκτέλεσης του προϋπολογισμού.

Ερχεται και η υποτιθέμενη ρεαλιστική πολιτική που θέλει να απεμπλέξει την Ελλάδα από τα Μνημόνια. Σχηματικά μας λέει: με το πρωτογενές πλεόνασμα μπορούμε να καλύψουμε ακόμη και τα χρηματοδοτικά κενά εξ ιδίων –μπορούμε λοιπόν να «αποφοιτήσουμε» από τα Μνημόνια. Ας θυμηθούμε ότι πριν ακριβώς από έναν χρόνο, από συνεργάτες μάλιστα του Πρωθυπουργού, διακινήθηκε το σενάριο της επιμήκυνσης του Μνημονίου χωρίς πρόσθετη χρηματοδότηση. Ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε σε ποια τάρταρα θα βρισκόταν σήμερα η χώρα μας χωρίς τις αποφάσεις του Νοεμβρίου του 2012. Η σημερινή κατάσταση, ανυπόφορη για μεγάλο μέρος της κοινωνίας, θα φάνταζε παράδεισος.

Η επίτευξη έστω και ασθενούς πρωτογενούς πλεονάσματος δεν είναι ευκαιρία για άλματα στο κενό. Οι προσπάθειες για περαιτέρω βελτίωση, για εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων πρέπει να ενταθούν. Η όποια διαπραγμάτευση πρέπει να στοχεύει στη δημιουργία συνθηκών για την ανάληψη αναπτυξιακών πρωτοβουλιών, για την αναστροφή των καταστροφικών τάσεων της ανεργίας. Η Ελλάδα μπορεί να έχει το ηθικό πλεονέκτημα σε μια τέτοια διαπραγμάτευση, δεν έχει όμως το πάνω χέρι.

Ο Γιώργος Προκοπάκης είναι σύμβουλος επιχειρήσεων σε θέματα οργάνωσης και διαχείρισης πληροφοριών, πρώην καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια