Μπα, τι ήταν αυτό που μάθαμε πρόσφατα; Ο Αντώνης Ρέμος και το σελεμπριτομάνι της Ψαρούς ανακάλυψαν, έμπλεοι αγανακτήσεως, την κρίση, τη Μέρκελ και τον Σόιμπλε! Για δες πώς αλλάζουν οι καιροί! Τρία χρόνια πριν, με την πτωχευμένη Ελλάδα να έχει ήδη φορτωθεί το Μνημόνιο και τις πρώτες άγριες περικοπές μισθών, συντάξεων κ.λπ. να είναι γεγονός, γνωστός νέος εφοπλιστής, ιδιοκτήτης ποδοσφαιρικής ομάδας και επιφανές στολίδι στην γκλάμουρ τουαλέτα της Μυκόνου, δήλωνε στον ρεπόρτερ του «Spiegel», αραχτός πλάι στην πισίνα του, ανάμεσα σε αστακούς και σαμπάνιες: «Κρίση; Ποια κρίση; Δεν υπάρχει κρίση». Τρία χρόνια αργότερα, φαίνεται πως κάποια μπουμπουνητά στον ανέφελο ουρανό του ίδιου και των ομοίων του τάραζαν πλέον το αέναο γλέντι τους και πως κάτι σαν απόηχος της κρίσης ενέπνευσε στον δημοφιλή βάρδο αυτής της τρας ελίτ μια βαρβάτη έκφραση διαμαρτυρίας. Βλέπετε, είχε αρχίσει να πλησιάζει επικίνδυνα στο κατώφλι του πιθανού το ενδεχόμενο να πιάσει επιτέλους η τσιμπίδα της Εφορίας τα ιερά και απαραβίαστα Γκραν Τσερόκι και τα Χάμερ, τις βίλες, τα σκάφη και τις οφσόρ.

Την ίδια εκείνη εποχή που ο πολυπράγμων μεγαλοεπιχειρηματίας με το ωραίο μπρούντζινο χρώμα της επιδερμίδας χάρη στη μυκονιάτικη ηλιοθεραπεία βεβαίωνε ότι δεν υπάρχει κρίση, ένας άλλος νεαρός εφοπλιστής είχε την ευφάνταστη ιδέα να τελέσει τη δεξίωση για τον γάμο του με ευειδή τηλεπερσόνα πάνω στο θωρηκτό «Αβέρωφ». Και την πραγματοποίησε την ιδέα. Εκπυρσοκροτήσεις από φελλούς μπουκαλιών σαμπάνιας, αντί για κανονιές, τράνταζαν τα σκουριασμένα τηλεβόλα της ιστορικής ναυαρχίδας, ανάμεσα στα οποία οι κοσμικοί καλεσμένοι ξεφάντωσαν ώς τα ξημερώματα. Και όλη αυτή η εκλεκτή συντροφιά απόρησε έπειτα ειλικρινά για το γεγονός ότι μια τόσο όμορφη και πρωτότυπης σκηνοθεσίας γιορτή θεωρήθηκε σκάνδαλο από τον Τύπο και την κοινή γνώμη.

Πάλι το 2010, έγινε και η εξής αποκάλυψη. Ο στρατευμένος νεαρός βλαστός γνωστού δημάρχου παραλιακού προαστίου, προσώπου με συχνότερη παρουσία στις κοσμικές στήλες από ό,τι στις πολιτικές, έπαιρνε από την υπηρεσία του γενναιόδωρες άδειες για κρουαζιέρες στην… Καραϊβική. Το κλου της υπόθεσης ήταν όμως άλλο. Στα οργισμένα σχόλια που ξεσήκωσε η είδηση, η μητέρα τού κανακάρη απάντησε με ακόμη πιο οργισμένο ύφος: «Χάρη σας κάνει που υπηρετεί στον Στρατό σας».

Χάρη; Και στον Στρατό «σας»; Τι είναι αυτό που κάνει μια ελληνίδα μεγαλοαστή να μιλάει έτσι; Τι κάνει έναν έλληνα εφοπλιστή να θέλει να γιορτάσει τον γάμο του διοργανώνοντας πάρτι στο σκήνωμα ενός πολεμικού πλοίου που έχει γίνει σύμβολο μερικών από τις ηρωικότερες στιγμές της εθνικής Ιστορίας; Τι κάνει έναν άλλο έλληνα εφοπλιστή να μη μπορεί ούτε καν να υποψιαστεί τη δυστυχία που απλώνεται γύρω από τη χλιδάτη, αλλά τόσο στενή προσωπική επικράτειά του;

Παραζαλισμένοι τα τελευταία χρόνια από τον ανεμοστρόβιλο των δημοσιονομικών δεικτών και των άλλων οικονομικών μεγεθών, περιορίσαμε τη συζήτηση για τη συμπεριφορά της άρχουσας τάξης μας στην προκλητική φοροδιαφυγή της, χωρίς να ασχοληθούμε ιδιαίτερα με τη φύση της και τη σχέση αυτής της φύσης με την κρίση που ζούμε. Αλλοι, στο εξωτερικό, βλέποντας τα πράγματα από απόσταση, γι’ αυτό πιο καθαρά και έχοντας μέτρο σύγκρισης, έκαναν διαπιστώσεις που ανοίγουν την εικόνα. Ακόμη και άτεγκτοι τεχνοκράτες πολιτικοί όπως ο Σόιμπλε, ακόμη και κυνικοί απολογητές του νεοφιλελευθερισμού επισήμαναν με έκπληξη και εκνευρισμό την απουσία του παραμικρού ίχνους πατριωτισμού από την ελληνική άρχουσα τάξη. Οταν ο νεοφιλελεύθερος τεχνοκράτης καταφεύγει στην έννοια του πατριωτισμού για να ερμηνεύσει τον αρνητικό ρόλο μιας εθνικής επιχειρηματικής ελίτ, θα πρέπει να αντικρίζει ένα φαινόμενο τόσο εκπληκτικό και αφύσικο που απελπίζει τον σιδερένιο ορθολογισμό του.

Αλλά πού να βρει τον πατριωτισμό η άρχουσα τάξη μας; Τα πιο επιτυχημένα μέλη της δεν ζουν καν στην Ελλάδα, ούτε οι ίδιοι ούτε τα παιδιά τους. Η Ελλάδα είναι γι’ αυτούς απλώς τόπος διακοπών, και μάλιστα όχι από τους πρώτους στις προτιμήσεις τους, καθώς φυσικά και τόπος φορολογικών ελαφρύνσεων και φοροδιαφυγής, κάτι σαν τα Νησιά Καϊμάν ή σαν ένα παρακατιανό Λίχτενσταϊν. Ο παλιός παροικιακός ελληνισμός, που γέννησε ελίτ με πραγματικό (έστω και όχι πάντα αμιγές) πνεύμα εθνικής προσφοράς, έχει πάψει προ πολλού να υπάρχει. Οσο για το ντόπιο κομμάτι της άρχουσας τάξης μας, έχει παρασιτικό χαρακτήρα, μαυραγορίτικη νοοτροπία (συχνά και καταγωγή) και νεοπλουτίστικη κουλτούρα, που σημαίνει ότι δεν έχει καθόλου κουλτούρα, ούτε καν αξιοπρεπή μόρφωση, την οποία άλλωστε χλευάζει. Ο πατριωτισμός δεν έχει θέση σε ένα κοινωνικό στρώμα που βλέπει την πατρίδα σαν ευκαιρία για αρπαχτές ή σαν ιδιόκτητη αποικία.

Το ότι στην Ελλάδα δεν διαμορφώθηκε ποτέ σοβαρή μεγαλοαστική τάξη, ικανή να παίξει τον ρόλο οδηγού του Εθνους όπως έγινε αλλού, είναι γνωστό. Τα όποια σπέρματα μιας τέτοιας εξέλιξης έσβησαν μαζί με τις εύρωστες, εξωστρεφείς αστικές εστίες του ελληνισμού της Διασποράς. Πολτοποιήθηκαν με το μάντρωμα όλων των δημιουργικών εθνικών δυνάμεων σε ένα οπισθοδρομικό, μίζερο και νοσηρό κράτος, που μόνο ένα πράγμα ήξερε να κάνει καλά: πώς να τις ευνουχίσει. Αντί για μια αληθινή μεγαλοαστική τάξη με αίσθημα αποστολής, σχηματίστηκε αυτό που η αλήστου μνήμης 17 Νοέμβρη, στη μία και μόνη θετική συμβολή της στο πολιτικό λεξιλόγιο και τη σκέψη της Μεταπολίτευσης, βάφτισε «λούμπεν μεγαλοαστική τάξη»: ένα κοινωνικό στρώμα αντιπαραγωγικό, κρατικοδίαιτο, χωρίς αισθήματα δεσμού με τον τόπο, ανεύθυνο, ληστρικό και αυτάρεσκα απαίδευτο.

Αυτό το στρώμα, λοιπόν, θεωρεί ότι μας κάνει χάρη, όταν στέλνει τα παιδιά του να κάνουν διακοπές στον Στρατό «μας», και δεν μπορεί να καταλάβει τι το κακό υπάρχει στο να χρησιμοποιεί τα εθνικά κειμήλια ως σκηνικό διάκοσμο για τα γαμήλια πάρτι του. Κάπου είχε δίκιο ο Ρέμος. Τέτοιο γαϊδουρινό ξεσάλωμα στην Ψαρού θα ήταν πράγματι ικανό να προκαλέσει τόσο μεγάλο σοκ στο νευρικό σύστημα του Σόιμπλε ώστε ο π… ο Γερμανός να πεταχτεί όρθιος από την αναπηρική πολυθρόνα του.