Πολλοί από μας που υποστηρίξαμε το Μνημόνιο ως τη μοναδική διέξοδο από τη κρίση νιώθουμε ιδιαίτερη απογοήτευση και οργή για το πώς εξελίσσονται τα πράγματα. Kαι αυτό, παρά το γεγονός ότι με την προσχώρηση της Νέας Δημοκρατίας στις «φιλομνημονιακές» δυνάμεις και τον σχηματισμό της τρικομματικής κυβέρνησης αποφεύχθηκε πέρυσι η μεγάλη καταστροφή. Αφού, λοιπόν, διανύσαμε ένα χρόνο σχετικής σταθερότητας, χωρίς την καθημερινή αγωνία της πτώχευσης και χωρίς το Σύνταγμα να γίνει Πλατεία Ταχρίρ, πού βασίζονται η απογοήτευση και η απαισιοδοξία μας;

Κανείς λογικός άνθρωπος δεν μπορεί να απογοητευθεί από το γεγονός ότι δεν υπήρξε άμεση ανάκαμψη της οικονομίας. Μόνο αφελείς μπορούσαν να πιστεύουν ότι αυτή θα προκύψει με εξαγγελίες στο Ζάππειο, χωρίς να απαιτηθούν χρόνος και δουλειά. Η απογοήτευση δεν προέρχεται ούτε από το βάλτωμα των μεγάλων μεταρρυθμίσεων που είναι αναγκαίες για την ανάπτυξη της οικονομίας και τη δημιουργία ενός παραγωγικού και αποτελεσματικού κράτους. Εχουμε επίγνωση ότι οποιαδήποτε αλλαγή έχει καταντήσει το πιο δύσκολο πράγμα στην Ελλάδα. Το κλείσιμο άχρηστων κρατικών οργανισμών, οι αποκρατικοποιήσεις, η αξιολόγηση στο Δημόσιο μοιάζουν με τιτάνια εγχειρήματα και συνεχώς παραπέμπονται στις ελληνικές καλένδες. Μολονότι αυτή η καθυστέρηση μετρά ήδη τρία χρόνια και όσο συνεχίζεται τόσο θα καθυστερεί η έξοδος από τη κρίση, είμαστε διατεθειμένοι να αναγνωρίσουμε τις δυσκολίες και να δείξουμε κατανόηση.

Αποτελεί, βεβαίως, οπισθοχώρηση το γεγονός ότι οι μεταρρυθμίσεις δεν αποτελούν πια ζητήματα αιχμής. Οτι κάθε φορά γίνονται συμφωνίες με τους εταίρους μας για να ξεχαστούν μόλις πάρουμε τη δόση. Η κοινή γνώμη δεν αισθάνεται πλέον την πίεση τού «αλλάζουμε ή βουλιάζουμε»· ακόμη και το κίνημα των αποδείξεων έχει ατονήσει. Ξανακυλάμε σε μια κατάσταση που αναπόφευκτα κάνει τις άδικες οριζόντιες περικοπές το μόνο εργαλείο προσαρμογής της οικονομίας.

Η μεγάλη, όμως, απογοήτευση και οργή που αισθανόμαστε δεν οφείλονται στην ακινησία. Αντίθετα, εδράζονται στην ιδιαίτερη δραστηριότητα που επέδειξε η κυβέρνηση για την αναβίωση του κατεστημένου του κακού, του κατεστημένου που είναι βασικά υπεύθυνο για τα περισσότερα δεινά του τόπου. Δεν είναι υπερβολή να ισχυρισθεί κάποιος ότι σε μικροκλίμακα (ελλείψει πόρων) ξανακτίζεται το παλιό πελατειακό κράτος με τους διορισμούς ανίκανων ημετέρων (στη διαβόητη αναλογία 4:2:1). Τα ίδια, γνωστά πρόσωπα, πονηροί και αποτυχημένοι πολιτευτές και κομματικά στελέχη επανέρχονται στο προσκήνιο, ξαναβρίσκουν θέσεις εξουσίας και επιδίδονται στο ίδιο έργο που έκαναν και παλιά (business as usual).

Από τη ΔΗΜΑΡ που δεν είχε σχέση με το παλαιοκομματικό κράτος, θα περίμενε κανείς να αντιταχθεί στην αναβίωση του κατεστημένου και όχι να συμπράξει σε αυτήν. Αναμέναμε να προωθήσει μια διαφορετική αντίληψη εξουσίας που θα είχε ως βασικές αρχές την αξιοκρατία και το άνοιγμα σε νέους ανθρώπους. Και μπορούσε να την επιβάλει γιατί η συμμετοχή της ήταν σημαντική για τον σχηματισμό της κυβέρνησης. Απλούστατα δεν μπήκε στις προτεραιότητές της.

Βεβαίως, ο πιο προκλητικός και εμβληματικός διορισμός έγινε αφού η ΔΗΜΑΡ αποχώρησε από τη κυβέρνηση. Θα ήταν, όμως, αδιανόητος αν δεν είχαν προηγηθεί οι Μεσσήνιοι και οι άλλοι πράσινοι ή ροζ διορισμοί. Ο διορισμός του Χρήστου Παπουτσή έδειξε ότι οι δύο κυβερνητικοί εταίροι έχουν ξεφύγει εντελώς, δεν κρύβουν καν την πρόθεσή τους να διαχειριστούν την εξουσία, όπως ακριβώς είχαν συνηθίσει, με τα ίδια ανυπόληπτα πρόσωπα και υλικά. Το χειρότερο είναι ότι η ίδια νοοτροπία φαίνεται να αναβιώνει σε κάθε τομέα της κοινωνικής ζωής. Στον επιχειρηματικό τομέα, στα ΜΜΕ, ακόμη και στο ποδόσφαιρο, επανεμφανίζονται ένα προς ένα όλα τα πρόσωπα του παλιού κατεστημένου και διεκδικούν πάλι ρόλο πρωταγωνιστή.

Και μόνο η ιδέα ότι οι θυσίες εκατομμυρίων πολιτών μπορεί να χρησιμεύσουν για να ξαναστηθεί το παλιό κατεστημένο εξοργίζει. Οχι μόνο για λόγους δικαιοσύνης αλλά γιατί κάτι τέτοιο αποτελεί την πιο σίγουρη εγγύηση για την καταστροφή της χώρας. Με δεδομένη την αντιπολίτευση που υπάρχει, η κυβέρνηση νομίζει ότι υπερέχει θέτοντας το δίλημμα «εμείς ή καταστροφή». Αν, όμως, το «εμείς» εκπροσωπεί την αναβίωση του κατεστημένου του κακού, αυτό ισοδυναμεί με βέβαιη καταστροφή. Τότε το δίλημμα ακυρώνεται. Αν, έτσι κι αλλιώς, πρόκειται να καταστραφούμε, δεν είναι καθόλου εύλογο ο δοκιμασμένος τρόπος καταστροφής να είναι προτιμότερος του πρωτόγνωρου.

Ο Σταύρος Τσακυράκης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών