Για τις έρευνές του γύρω από την απασχόληση και την αγορά εργασίας ο Χριστόφορος Πισσαρίδης τιμήθηκε το 2010 με το βραβείο Νομπέλ. Αλλά στη μαστιζόμενη από τρομακτική ανεργία –των νέων προ πάντων –χώρα μας, καμία αξιοποίηση των συμπερασμάτων από τις έρευνες αυτές δεν έχει επιχειρηθεί. Με ευκολία κατατάχθηκαν στη σχολή του «νεοφιλελευθερισμού», που θεωρείται υπαίτιος όλων των δεινών μας. Είναι αλήθεια ότι στις μελέτες του Πισσαρίδη αναδεικνύονται τα οφέλη από την ευελιξία στην αγορά εργασίας για την απασχόληση, συνολικά για την ανάπτυξη της οικονομίας. Και στην Ελλάδα, ενόσω απόλυτη, άγρια ευελιξία κυριαρχούσε πολύ πριν από την κρίση στο απροστάτευτο, «μαύρο», επίσημα αόρατο κομμάτι της αγοράς εργασίας, ως καθολική, θεσμοθετημένη πρακτική, ανέκαθεν την απέρριπταν τα συνδικάτα, η Αριστερά, μαζί τους μια μεγάλη πλειοψηφία της κοινής γνώμης. Πόσω μάλλον σήμερα, που η αναγκαστική επιβολή μέτρων σε τέτοια κατεύθυνση από την τρόικα μεταφράζεται στην επιδείνωση των όρων αμοιβής και εργασίας για εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένους, χωρίς διακριτό όφελος.

Παράλληλα, ωστόσο, ο κύπριος οικονομολόγος εξαρχής διαπίστωνε ότι από μόνη της η αγορά εργασίας δεν οδηγεί σε βέλτιστα αποτελέσματα, για να προβάλει την ανάγκη δημόσιων πολιτικών για την απασχόληση: ανάγκη που, προφανώς, γίνεται επιτακτική στις συνθήκες της ύφεσης και της υψηλής ανεργίας, τον ακούσαμε να υποστηρίζει σε πρόσφατη διάλεξη που διοργάνωσε το ΚΕΠΕ. Ασκώντας κριτική στην πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης, την οποία παρακολουθεί από πρώτο χέρι ως σύμβουλος του Προέδρου Αναστασιάδη, ο Πισσαρίδης εμμένει ότι σε μια φάση σαν την τωρινή, όπου μαζικά καταστρέφονται θέσεις εργασίας και καινούργιες για νέους ανθρώπους ανοίγουν ελάχιστες, το κράτος θα πρέπει είτε να επιδοτεί την απασχόληση στις επιχειρήσεις, όπως πράττει επιτυχώς στη Σουηδία, είτε να επεκτείνει σημαντικά την εκπαίδευση και την κατάρτιση που παρέχει (περίπτωση, στις ελληνικές συνθήκες, σαφώς προσφορότερη, θα λέγαμε). Ετσι οι νέοι άνθρωποι μπορούν να αξιοποιούν δημιουργικά τον χρόνο τους τώρα, αποκτώντας γνώσεις και δεξιότητες πολύτιμες για τους ίδιους αλλά και για την οικονομία συνολικά τα επόμενα χρόνια, όσο θα δημιουργούνται πάλι όροι ανάπτυξης. Μόνο που τα κράτη, εξαιτίας της ίδιας της ύφεσης, στο μέτρο μάλιστα που ελέγχονται για τα ελλείμματά τους δεν έχουν τους πόρους για να επενδύσουν στην επέκταση της εκπαίδευσης. Για αυτό ο Πισσαρίδης εισηγείται οι δαπάνες αυτές να εξαιρούνται από τον υπολογισμό των δημοσίων ελλειμμάτων. Με την ιδέα του συμφώνησαν οι υπουργοί Παιδείας της ΕΕ, μας είπε, όχι όμως και οι υπουργοί των Οικονομικών…

Υστερα από την εμπειρία τριών ετών Μνημονίων, καθώς οι σκληροί, κατανοητοί πάντως, αρχικοί όροι της δημοσιονομικής προσαρμογής όλο και πιο ασφυκτικά συμπληρώνονται στο όνομα των «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» με διαδοχικές καταργήσεις ολόκληρων τμημάτων του δημόσιου τομέα που επιλέγονται με ανομολόγητα κριτήρια, ίσως η πρόταση Πισσαρίδη να ακούγεται εξωπραγματική. Στην αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση μόλις είδαμε το υπουργείο Παιδείας να κλείνει επαγγελματικές σχολές, απλώς για να πιάσει με τους δασκάλους τους τον αριθμητικό στόχο της «κινητικότητας». Εν τούτοις, την ώρα που ούτε στην κυβέρνηση κρύβουν την ανησυχία τους τα μέτρα του φθινοπώρου να αποδειχθούν πολιτικά ανεφάρμοστα, μια τέτοια πρόταση μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα χρήσιμη. Και στην Ευρώπη άλλωστε αμφισβητείται πόσο μπορούν να συνεχίζονται οι πολιτικές όπως τις υπαγορεύει η τρόικα –τελευταίως από την αντιπρόεδρο της Κομισιόν Βίβιαν Ρέντινγκ.

Αν όμως θέλουμε να αλλάξουμε μια πορεία αδιέξοδη, κυνηγώντας, με χίλια ζόρια πιάνοντας κάποιους από τους στόχους που μας θέτουν απέξω, μόνο για να έχουμε ακόμα δυσκολότερους μπροστά μας, ενόσω η οικονομική κατάσταση διαρκώς χειροτερεύει, πρέπει ρεαλιστικά, στο πλαίσιο των δεδομένων χρηματοδοτικών εξαρτήσεων, να ιεραρχήσουμε τους στόχους που εμείς θα επιδιώξουμε. Εφόσον προτάξουμε την απασχόληση των νέων ανθρώπων τα επόμενα χρόνια, γύρω από αυτήν να οργανώσουμε τις πολιτικές και τις διεκδικήσεις μας. Σε κάθε χώρα που βρίσκεται σε κρίση απαιτούνται διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Αλλά αυτές μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με τις πολιτικές επιλογές: μεγαλύτερη ισότητα, περισσότερα δημόσια αγαθά, πιο συλλογικές αποφάσεις ή, αντίθετα, τα πάντα πιο ιδιωτικά∙ επιτυχίες σημειώνουν χώρες που ακολουθούν ποικίλες εκδοχές του καπιταλισμού, αναλύει ο Ζαν Πιζανί-Φερί, διευθυντής σχεδιασμού οικονομικής πολιτικής της γαλλικής κυβέρνησης. Οι αποφάσεις όμως δεν μπορούν να λαμβάνονται από άλλους, είναι δικές μας.