Πριν από λίγες ημέρες, μια ομάδα φοιτητών προσπάθησαν να παρεμποδίσουν συνεδρίαση του Συμβουλίου Ιδρύματος του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ). Η συγκεκριμένη ενέργεια ξεπερνούσε τα όρια της «ειρηνικής διαμαρτυρίας», όπως έσπευσαν να τη χαρακτηρίσουν ορισμένοι στον χώρο της Αριστεράς. Δεν διέφερε από μια σειρά δυναμικών φοιτητικών αντιδράσεων κατά της λειτουργίας των Συμβουλίων των ακαδημαϊκών μας ιδρυμάτων που καθορίζεται από νόμο ψηφισμένο με μεγάλη πλειοψηφία των περισσότερων κομμάτων του ελληνικού Κοινοβουλίου. Επειτα από αποτυχημένες προσπάθειες ματαίωσης των δημοκρατικών εκλογικών διαδικασιών που οδήγησαν στην εκλογή των εσωτερικών μελών των Συμβουλίων από την πλειοψηφία της ελληνικής πανεπιστημιακής κοινότητας, τα οποία στη συνέχεια εξέλεξαν και τα εξωτερικά μέλη, οι φοιτητές αυτοί επέμειναν να εκφράζουν μια ριζική αμφισβήτηση των αρμοδιοτήτων των νέων διοικητικών οργάνων, με ύβρεις, απειλές ή και προπηλακισμούς όσων είχαν δεχτεί να συμμετάσχουν σε αυτά. Δυστυχώς, είχαν συχνά τη σιωπηρή υποστήριξη και ορισμένων πρυτάνεων, οι οποίοι διαφωνούσαν με τον νέο νόμο που περιορίζει και ελέγχει τις εξουσίες τους.

Μόνο που αυτή τη φορά τα μέλη του Συμβουλίου του ΕΚΠΑ δεν υιοθέτησαν παθητική στάση απέναντι στη συγκεκριμένη συμπεριφορά. Δεν δέχτηκαν να μείνουν κλειδωμένοι σε μια αίθουσα, να παρακολουθούν τις προσπάθειες παραβίασης της πόρτας και να ακούνε τις κραυγές εκείνων που δεν επέτρεπαν την έξοδο και μετακίνησή τους και οι οποίοι ουσιαστικά τους ζητούσαν να παραιτηθούν από το σημαντικό έργο που έχουν αναλάβει. Καλώντας την Αστυνομία έπραξαν το αυτονόητο, δηλαδή κατέφυγαν στην έσχατη λύση, εφόσον δεν υπήρχαν περιθώρια άλλης συνεννόησης, για να διασφαλίσουν την ομαλή διεξαγωγή της συνεδρίασης, αλλά προπάντων για να προστατεύσουν και τη δική τους αξιοπρέπεια ως ακαδημαϊκών δασκάλων και ελεύθερων πολιτών.

Το κακό είναι ότι στη χώρα μας αυτό το αυτονόητο είναι περίπου αδιανόητο για όσους έχουν συνηθίσει στο καθεστώς ανομίας και ασυδοσίας των τελευταίων χρόνων με την κατάχρηση των διατάξεων του προηγούμενου νόμου περί πανεπιστημιακού ασύλου. Το γεγονός της παρέμβασης της Αστυνομίας, η οποία επέτρεψε να σταματήσουν η παρακώλυση των εργασιών του Συμβουλίου και η παρενόχληση των μελών του, προκάλεσε έντονες καταγγελίες βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, κάποιων καθηγητών και τριών μόνον από τους περίπου τριάντα φοιτητικούς συλλόγους του ΕΚΠΑ, οι οποίοι μάλιστα δεν είχαν τη νομιμοποίηση έγκυρων συλλογικών αποφάσεων. Βέβαια, οι διαμαρτυρόμενοι για την αποκατάσταση της τάξης στον χώρο του Πανεπιστημίου δεν μπορούν να κατανοήσουν ότι για τους περισσότερους από μας είναι απαράδεκτη η βίαιη επιβολή της θέλησης μιας φοιτητικής μειοψηφίας που παρουσιάζεται ως «προοδευτική». Ατυχώς, αυτό δεν δείχνει να το κατανοεί ούτε ο ίδιος ο πρύτανης του ΕΚΠΑ, ο οποίος φρόντισε να διαχωρίσει τη θέση του από το Συμβούλιο.

Πιστεύω πως πρέπει να χαιρετίσουμε την υπευθυνότητα, την αποφασιστικότητα και το θάρρος εκείνων που δεν υπέμειναν αδιαμαρτύρητα τις χυδαίες ύβρεις και τις προσβολές, δεν πτοήθηκαν από τις απειλές, αλλά και δεν αδιαφόρησαν, υπεκφεύγοντας και αποφεύγοντας την αντιπαράθεση με όσους επιχειρούσαν να τους τρομοκρατήσουν, εξαναγκάζοντάς τους σε συμμόρφωση. Μας θύμισαν πως σε μια ευνομούμενη χώρα, αδιανόητη είναι η περιφρόνηση των θεσμών και των διαδικασιών και αυτονόητη η προσπάθεια περιφρούρησης των δικαιωμάτων των καθ’ όλα νόμιμα εκλεγμένων μελών, καθ’ όλα νόμιμα συγκροτημένων οργάνων, τα οποία, αντίθετα με τους προκλητικούς ισχυρισμούς των μειοψηφικών φοιτητικών ομάδων, υπηρετούν τα συμφέροντα του δημόσιου Πανεπιστημίου και πρέπει να μπορούν να λειτουργούν απρόσκοπτα. Επιτέλους κάτι έχει αρχίσει να αλλάζει στα ήθη και στις συμπεριφορές της ακαδημαϊκής μας κοινότητας, που δεν φοβάται πλέον να αντιστέκεται στους εκούσιους ή ακούσιους υποστηρικτές της στασιμότητας, της εσωστρέφειας και των κατεστημένων συμφερόντων. Χάρη στα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης του ΕΚΠΑ, το αυτονόητο δεν είναι πλέον αδιανόητο!

Ο Στέλιος Βιρβιδάκης είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών