«Εχω από παλιά τη συνήθεια να ξεχωρίζω τους ανθρώπους ανάλογα με το αν θα μπορούσαν να με συλλάβουν και να με στείλουν μέσα για τις απόψεις μου, δηλαδή για το τι πιστεύω και όχι για το τι πράττω. Στην εποχή μας, αυτοί που θα το έκαναν δεν είναι ευτυχώς πολλοί, έχουν όμως ένα κοινό γνώρισμα: αμφιταλαντεύονται μπροστά στη βία […] την οποία καλύπτουν πολιτικά και εν τέλει αποδέχονται πολύ ευκολότερα απ’ ό,τι οι περισσότεροι άλλοι άνθρωποι. […] Τους ανθρώπους αυτούς ανέκαθεν τους αντιπαθούσα και απέφευγα τα πολλά πολλά μαζί τους, ακόμη και όταν συμπτωματικά ανήκαμε στον ίδιο πολιτικό χώρο ή και στην ίδια παρέα. […] Αφότου […] η βία εγκαταστάθηκε μονίμως στην καθημερινή μας ζωή και, σε ό,τι με αφορά, ειδικά στο πανεπιστήμιο, έχω αλλάξει άποψη. Για τα «βασικά» έχω πεισθεί πως δεν μπορεί να γίνει διάλογος με τους οπαδούς της βίας».

Με τα παραπάνω, ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών Νίκος Αλιβιζάτος, στο νέο βιβλίο του «Ποια δημοκρατία για την Ελλάδα μετά την κρίση;» (Πόλις), δηλώνει την καταστατική θέση του έναντι της πολιτικής βίας. Ωστόσο, ο πάντα παρεμβατικός καθηγητής δεν αρκείται να καταγράψει όσα του έμαθε η ζωή στη διάρκεια αυτής της πολύ οδυνηρής για όλους κρίσης. Θέτει το ερώτημα αν για την κρίση φταίνε οι θεσμοί. Είναι κατηγορηματικός. Οχι, δεν είναι θεσμικό το βασικό πρόβλημα της Ελλάδας, στο κάτω κάτω το (αυταρχικό και φλύαρο, κατά τον καθηγητή Φαίδωνα Βεγλερή) Σύνταγμα του 1975 ήταν η βάση για την απρόσκοπτη δημοκρατική πορεία της χώρας επί τέσσερις δεκαετίες, παρά τις πολλές πολιτικές κρίσεις.

Φυσικά και μια αναθεώρηση, στην οποία δεν θα πληγεί ο κανονιστικός ρόλος του Συντάγματος, μια αναθεώρηση με συγκεκριμένες κατευθύνσεις θα συνέβαλλε στη δημιουργία ενός κράτους περισσότερο χρήσιμου στους πολίτες, με ισχυρότερους θεσμούς, πιο εύρυθμη λειτουργία, καθώς και κόμματα με πιο υψηλή αξιοπιστία. Και θα διασφάλιζε ένα σταθερό πλαίσιο αντιπαράθεσης: ομαλότητα, δηλαδή, σταθερότητα και κανονικότητα.

Κι όλα τα παραπάνω μολονότι, όπως ο Αλιβιζάτος παραδέχεται, «κανένα Σύνταγμα δεν μπορεί να εμποδίσει έναν πολιτικό να μοιράζει ψεύτικες υποσχέσεις στους ψηφοφόρους του για να επανεκλεγεί. Κανένας θεσμός δεν μπορεί να τον αποτρέψει να κάνει μικρότερα ή μεγαλύτερα ρουσφέτια, αν δεν παραβιάζει ανοιχτά τον νόμο. Τέτοια ζητήματα δεν αντιμετωπίζονται με διατάγματα ούτε με εγκυκλίους […]. Ενας υποψήφιος θα πάψει να δημαγωγεί μόνον όταν καταλάβει ότι δεν αρκούν τα παχιά λόγια για να κερδίσει τις εκλογές. Το πότε αυτό θα συμβεί, είναι ζήτημα παιδείας, πρωτίστως του ίδιου και των εκλογέων του».