Η Ευρωπαϊκή Ενωση οφείλει την ύπαρξή της στις προσπάθειες των πολιτικών ελίτ […]. Η νομιμοποίηση στα μάτια των πολιτών έγινε κυρίως εξαιτίας των αποτελεσμάτων της και όχι ως αποτέλεσμα της βούλησης των πολιτών. Η κατάσταση αυτή δεν εξηγείται μόνο ανατρέχοντας στην ιστορία της ενιαίας Ευρώπης, αλλά και από τη νομική ιδιαιτερότητα αυτού του σχηματισμού. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η Επιτροπή και το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων παρενέβησαν βαθύτατα στην καθημερινή ζωή των ευρωπαίων πολιτών επί δεκαετίες, μολονότι οι οργανισμοί αυτοί υπόκεινται πολύ λιγότερο σε δημοκρατικό έλεγχο. […]

Μέχρι σήμερα εξακολουθεί να υπάρχει ένα χάσμα σε ευρωπαϊκό επίπεδο μεταξύ της διαμόρφωσης της κοινής γνώμης και των πολιτικών που στην πραγματικότητα υιοθετούνται για την επίλυση των πιεστικών προβλημάτων. Αυτό επίσης εξηγεί γιατί οι αντιλήψεις για την Ευρωπαϊκή Ενωση και τις ιδέες της μελλοντικής ανάπτυξής της είναι άγνωστες στο ευρύ κοινό. […]. Αυτό εξηγεί και τη διάδοση που έχει ο σημερινός ευρωσκεπτικισμός μεταξύ των ευρωπαίων πολιτών σε όλες τις χώρες-μέλη, που εντάθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης, αν και σε κάθε χώρα για διαφορετικούς λόγους. […] Και ο προσανατολισμός για «περισσότερη Ευρώπη» προφανώς υπακούει στην επιθυμία να αποφευχθεί η πολύ πιο δραματική και πιθανώς δαπανηρή εναλλακτική λύση της εγκατάλειψης του ευρώ. […]

Εχουμε παγιδευθεί στο δίλημμα μεταξύ, αφενός, των οικονομικών πολιτικών που απαιτούνται για τη διατήρηση του ευρώ και, αφετέρου, των πολιτικών μέτρων που θα οδηγήσουν στην ολοκλήρωση. Τα αναγκαία βήματα για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος δεν είναι δημοφιλή και σκοντάφτουν στην αυθόρμητη λαϊκή αντίσταση. […]

Ποια είναι όμως η εναλλακτική λύση για περισσότερη ενοποίηση στη βάση του εκτελεστικού φεντεραλισμού, με τον οποίο λειτουργεί η ΕΕ; Ας δούμε τις ριζοσπαστικές αποφάσεις που χρειάζεται να ληφθούν στη διαδρομή προς μια υπερεθνική δημοκρατία της Ευρώπης. Το πρώτο απαραίτητο δεδομένο είναι η απόφαση μετάβασης από την Ευρωπαϊκή Νομισματική Ενωση προς την Πολιτική Ενωση. […]

Η απόφαση για μια τέτοια Ευρώπη ισοδυναμεί με κάτι περισσότερο από ένα απλό εξελικτικό βήμα στη διαδικασία μεταφοράς ορισμένων συγκεκριμένων κυριαρχικών δικαιωμάτων. Με τη θέσπιση κοινής οικονομικής κυβέρνησης η κλασική κατανόηση της εθνικής κυριαρχίας θα έχει αλλάξει. Και θα πρέπει να έχει εγκαταλειφθεί η ιδέα ότι τα εθνικά κράτη είναι κυρίαρχα στοιχεία στις ευρωπαϊκές συνθήκες.

Το βήμα για αυτή την υπερεθνική δημοκρατία δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως μετάβαση σε «Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης». Η αντίθεση: «συνομοσπονδία» εναντίον «ομοσπονδιακού κράτους» είναι ψευδής […]. Τα εθνικά κράτη μπορούν να διατηρήσουν την ακεραιότητά τους ως κράτη εντός μιας υπερεθνικής δημοκρατίας, διατηρώντας την εκτελεστική εξουσία τους […].

Την τύχη της Ευρωπαϊκής Ενωσης την κρατά σήμερα στα χέρια της η γερμανική κυβέρνηση. Εάν ανάμεσα στα κράτη-μέλη υπάρχει μια κυβέρνηση που μπορεί να πάρει πρωτοβουλία για να αναθεωρηθούν οι συνθήκες, αυτή δεν είναι άλλη από τη γερμανική […].

Ο ηγετικός ρόλος που πέφτει στη Γερμανία σήμερα, τόσο για δημογραφικούς όσο και για οικονομικούς λόγους, δεν ξυπνά μόνο ιστορικά φαντάσματα γύρω μας, αλλά επίσης μας βάζει στον πειρασμό να επιλέξουμε μια μονομερή εθνική πορεία, ή ακόμη και να υποκύψουμε στις φαντασιώσεις δύναμης για μια «γερμανική Ευρώπη» αντί για μια «Γερμανία μέσα στην Ευρώπη».

Εμείς οι Γερμανοί θα οφείλαμε να έχουμε μάθει από τις καταστροφές του πρώτου μισού του 20ού αιώνα ότι είναι προς το εθνικό μας συμφέρον να αποφευχθεί οριστικά το δίλημμα ενός ημιηγεμονικού καθεστώτος που δύσκολα μπορεί να προχωρήσει χωρίς να διολισθήσει σε συγκρούσεις. Ο Χέλμουτ Κολ δεν πέτυχε απλώς να επανενώσει και να αποκαταστήσει την εθνική ομαλότητα per se. Το επίτευγμά του είναι ότι αυτό το ευχάριστο γεγονός συνδυάστηκε με τη συνεχή προώθηση μιας πολιτικής που έφερε τη Γερμανία με ισχυρούς δεσμούς στην Ευρώπη. […]

Στις ημέρες μας, η συστηματικά απρόβλεπτη και μη ελεγχόμενη μορφή του σύγχρονου καπιταλισμού που ορίζεται από τις χρηματοπιστωτικές αγορές οδηγεί σε εντάσεις μεταξύ των κρατών-μελών της ΟΝΕ. […] Σήμερα απαιτείται αλληλεγγύη, μια συνεργατική προσπάθεια από μια κοινή πολιτική προοπτική, για τη συνολική προώθηση της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας στη ζώνη του ευρώ.

Μια τέτοια προσπάθεια θα απαιτήσει από τη Γερμανία και από πολλές άλλες χώρες την αποδοχή, βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, κάποιων αρνητικών συνεπειών λόγω της αναδιανομής του πλούτου, με στόχο το μακροπρόθεσμο κοινό όφελος –και αυτό είναι κλασικό παράδειγμα αλληλεγγύης.

Ο Γιούργκεν Χάμπερμας είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης. Το παραπάνω κείμενο είναι επιλεγμένα αποσπάσματα από την ομιλία του, στις 26 Απριλίου, στο Πανεπιστήμιο της Λουβέν.