Και τι φρικτή ημέραπουενδίδεις (ημέραπου αφέθηκες κ’ενδίδεις)

Κ.Π. Καβάφης, «Η Σατραπεία»

Τ ην ώρα που η Κύπρος βρισκόταν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους ευρωπαίους εταίρους της, και λίγο πριν τελικά ενδώσει, ήρθε αντιμέτωπη με ασυνήθιστα επικριτικά σχόλια. Ο υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας Μοσκοβισί μίλησε για μια εξωφρενική οικονομία-καζίνο και δήλωσε απρόθυμος να στείλει τον λογαριασμό στον ευρωπαίο φορολογούμενο. Τα ευρωπαϊκά ΜΜΕ μετέφεραν την παρεμφερή θέση της γερμανικής κυβέρνησης, σύμφωνα με την οποία η κυπριακή οικονομία είναι σάπια μέχρι το κόκαλο. Η πρωτοφανούς σκληρότητας στάση της Ενωμένης Ευρώπης απέναντι σε ένα μέλος της αναδεικνύει ένα δομικό πρόβλημα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος: την απουσία σαφούς πλαισίου κανόνων για την αντιμετώπιση ζητημάτων τα οποία αναπόφευκτα προκαλούν σύγκρουση συμφερόντων ανάμεσα στα κράτη-μέλη.

Υπό το ισχύον καθεστώς, τι συμβαίνει κάθε φορά που προκύπτει ένα τέτοιο ζήτημα; Ελλείψει κανόνων, η διαδικασία που βλέπουμε να επαναλαμβάνεται είναι περίπου η εξής: οι αρμόδιοι υπουργοί των μελών και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, συνεπικουρούμενοι από διεθνείς οργανισμούς όπως το ΔΝΤ, διασκέπτονται υπό μεγάλη χρονική πίεση για να καταλήξουν σε μια ad hoc λύση. Οι αποφάσεις λαμβάνονται χωρίς εγγύηση έστω βιώσιμης επίλυσης του προβλήματος. Στο παιχνίδι υπεισέρχονται συγκυριακά αλληλοσυγκρουόμενα εθνικά συμφέροντα και γραφειοκρατικές διαμάχες. Το αποτέλεσμα είναι οι λύσεις που προτιμώνται να μη στηρίζονται σε παγιωμένες κοινές αρχές της Ενωσης, λαμβάνοντας τελικά τον χαρακτήρα που εκάστοτε επιτάσσει η στιγμή. Είναι αναμενόμενο, λοιπόν, χώρες που έτυχαν αυστηρότερης (σε κάποιες περιπτώσεις τιμωρητικής) αντιμετώπισης να εμφορούνται από ένα βαθύ αίσθημα αδικίας.

Η προφανής και δοκιμασμένη λύση βασίζεται στη δημιουργία ενός σαφούς πλαισίου κανόνων που θα ορίζει τον τρόπο με τον οποίο θα επιλύονται τα ευρωπαϊκά προβλήματα. Πριν από οτιδήποτε άλλο, πρέπει να (ξανα)συμφωνήσουμε στις βασικές κατευθυντήριες αρχές και στην συνέχεια να στηρίξουμε σε αυτές τους κανόνες που θα διέπουν τις σχέσεις των κρατών-μελών. Μόνο έτσι η Ευρώπη θα μπορεί να επιλύει τα προβλήματά της με τρόπους θεσμικά κατοχυρωμένους εκ των προτέρων, αποφεύγοντας τις ad hoc λύσεις που τόσες τριβές και έχθρες προκαλούν. Οι λύσεις αυτές έχουν το επιπρόσθετο μειονέκτημα ότι γεννούν ένα βαθύ αίσθημα αδικίας, ακόμα κι όταν είναι οι δικαιότερες δυνατές. Πρόκειται για αδικία που πηγάζει από το ότι δεν γνωρίζουμε με σαφήνεια τους κανόνες…

Από την ύπαρξη σαφών κανόνων και διαδικασιών κατά κανόνα επωφελούνται τα πιο αδύναμα μέρη μιας κοινότητας, ακριβώς διότι η εξουσία «εγκλωβίζεται» στον κανόνα και περιορίζεται η αυθαιρεσία των ισχυρών. Από την άλλη, υπάρχει κέρδος και για τους ισχυρούς: απαλλάσσονται από τη συνεχή ανάγκη να διαπραγματεύονται λύσεις, στις οποίες μπορεί μεν να έχουν θέση δύναμης αλλά χάνουν χρόνο, διπλωματικό κεφάλαιο και ζημιώνουν συχνά το διεθνές τους προφίλ. Σε κάθε περίπτωση, για ισχυρούς και αδυνάμους, θα περιοριστεί κάθε είδους αυθαιρεσία, συμπεριλαμβανομένης της λεγόμενης πρακτικής του λαθρεπιβάτη (freeriding), της εκμετάλλευσης, δηλαδή, της δυνατότητας που προσφέρει ένα θολό καθεστώς να ελίσσεται κανείς ανάμεσα στο επιτρεπτό και στο δίκαιο, αποκομίζοντας μεγάλα οφέλη με ελάχιστη προσπάθεια. Αν, όμως, ο περιορισμός της αυθαιρεσίας είναι μία συνέπεια που πρέπει να γίνεται εύκολα αποδεκτή από κράτη τα οποία ειλικρινά επιθυμούν να συμμετέχουν σε μία ένωση όπως η ευρωπαϊκή, δεν είναι εξίσου προφανές ότι θα είναι ελκυστική μια άλλη αναπόφευκτη συνέπεια της υπό συζήτηση επιλογής: όσο μεγαλώνει η ισχύς των ευρωπαϊκών κανόνων και διαδικασιών τόσο μειώνεται αυτή των εθνικών. Θα βρεθούμε λοιπόν ενώπιον μίας αποδυνάμωσης της εθνικής κυριαρχίας των κρατών-μελών. Φυσικά, αυτή η θυσία σε επίπεδο εθνικής κυριαρχίας θα γίνει για να αποκτήσουμε πιο στιβαρή Ευρωπαϊκή Ενωση, με λιγότερες εσωτερικές τριβές και δικαιότερη κατανομή πόρων και βαρών.

Αν αποφασίσουμε (εμείς, οι Ευρωπαίοι) ότι αυτό είναι ένα τίμημα που αξίζει να αποδώσουμε έναντι μιας πραγματικής και δίκαιης Ευρωπαϊκής Ενωσης, τα λεγόμενα «αδύναμα» κράτη πρέπει να ηγηθούν αυτής της προσπάθειας, γιατί έχουν περισσότερα να κερδίσουν από την ευόδωσή της. Ισως μάλιστα η παρούσα συγκυρία να είναι όχι μόνον η πλέον πιεστική, αλλά και η πλέον κατάλληλη για μία ευρωπαϊκή επανεκκίνηση με σαφείς και δίκαιους κανόνες. Διότι, όπως έδειξε και η πρόσφατη περιπέτεια της Κύπρου, δεν είν’ εύκολες οι θύρες εάν η χρεία τες κουρταλεί.

Ο Κωνσταντίνος Καλλίρης είναι διδάκτωρ Νομικής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Ο Σωτήρης Γεωργανάς είναι Senior Lecturer στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου – Royal Holloway