Τι κοινό έχουν οι δημόσιες τοποθετήσεις του Αντώνη Σαμαρά, της Αννας Διαμαντοπούλου και του Γιώργου Πάντζα; Εχουν επικαλεστεί και οι τρεις την περίφημη Δημοκρατία της Βαϊμάρης για να μας εξηγήσουν τι συμβαίνει σήμερα στη χώρα ή για να μας προειδοποιήσουν για όσα πρόκειται να συμβούν. Και φυσικά δεν είναι οι μόνοι. Πλήθος προσώπων, που διατυπώνουν δημοσίως την άποψή τους, και απλών πολιτών διαπιστώνουν με βεβαιότητα ότι έχουμε γίνει Βαϊμάρη.

Τι σημαίνει αυτή η διαπίστωση; Πολλά και τίποτα. Είναι μάλλον ένα είδος κοινοτοπίας στον δημόσιο λόγο της κρίσης. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων αναφέρεται στην περίφημη θεωρία των δύο άκρων, εκφράζει επίσης ανησυχία για τα φαινόμενα βίας και συχνά καταλήγει στην επίσης κοινότοπη, και εν τέλει απολίτικη καταδίκη της βίας «απ’ όπου και αν προέρχεται».

Σχετικό με την καθιέρωση αυτής της κοινοτοπίας είναι και ένα εκδοτικό γεγονός. Μερικά χρόνια πριν, ίσως η κυκλοφορία ενός βιβλίου όπως το «Βαϊμάρη: Η ανάπηρη δημοκρατία 1918-1933» του Χάινριχ Βίνκλερ (εκδ. Πόλις) να μην είχε γίνει, για τα δεδομένα του είδους, μπεστ σέλερ. Στην Ελλάδα της κρίσης, όμως, η υποδοχή και ο αντίκτυπος του βιβλίου υπήρξαν εντυπωσιακά, τόσο στον χώρο των λεγόμενων διαμορφωτών της κοινής γνώμης όσο και στο ευρύτερο κοινό. Με αποτέλεσμα να είναι πολύ περισσότεροι όσοι επικαλούνται τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης χωρίς κατ’ ανάγκην να έχουν διαβάσει την ιστορία της, η οποία έχει αποτυπωθεί καταιγιστικά –σαν ένα πολιτικό θρίλερ, θα λέγαμε –από τον Βίνκλερ.

Γιατί άραγε μια κοινωνία επιλέγει μια ξένη ιστορική «αναλογία» για να ταυτιστεί και να κατανοήσει το παρόν της, ενώ η εθνική Ιστορία και οι σκοτεινές πτυχές της δεν γίνονται αντικείμενο εκ νέου επεξεργασίας; Γιατί μας ελκύει η Βαϊμάρη ως πιθανή ταύτιση, τη στιγμή που η χώρα γνώρισε στον 20ό αιώνα δύο οδυνηρούς διχασμούς και τη βία που αυτοί εξέθρεψαν, καθώς και μια σειρά αυταρχικών καθεστώτων με ό,τι αυτά συνεπάγονται για την πολιτική της κουλτούρα; Μήπως εν τέλει η «Βαϊμάρη» συνιστά μια υπεκφυγή;

Από την άλλη πλευρά, η εύκολη ανάγνωση της Βαϊμάρης παραγνωρίζει ότι αυτή δεν είναι απλώς μια υπόθεση των άκρων. Αν ήταν μόνο αυτό η σημασία της θα ήταν μικρότερη. Ισως αυτό που αντιπροσωπεύει η Βαϊμάρη να είναι ακριβώς το αντίθετο απ’ ό,τι αφήνει να εννοηθεί η κοινότοπη επίκλησή της, δηλαδή η διάχυση της ιδεολογίας, των αξιών και των πρακτικών των άκρων στην ευρύτερη κοινωνία. Το πρόβλημα με τη ναζιστική ιδεολογία είναι ότι κατάφερε να ξεφύγει από τα όρια μιας μικρής, περιθωριακής ομάδας και να διαποτίσει –ή έστω να εξασφαλίσει την ανοχή –το σύνολο της κοινωνίας, τους νοικοκυραίους, τους μικροαστούς τη μεσαία τάξη.

Στη δική μας περίπτωση τα επιχειρήματα που επιστρατεύονται στη συζήτηση περί άκρων και Βαϊμάρης αναδεικνύουν την ανησυχητική αυταρέσκεια του Κέντρου, στις διάφορες εκδοχές του, με τη στερεότυπη επανάληψη ότι η βία, ο αυταρχισμός, η μισαλλοδοξία είναι πάντοτε υπόθεση των άκρων. Η δύναμη, όμως, και η επικινδυνότητα αυτών των φαινομένων είναι ότι δεν περιορίζονται στα άκρα, αλλά κατορθώνουν να αποσπάσουν την ανοχή του ενδιάμεσου χώρου.

Τη στιγμή που η δημόσια κατακραυγή στράφηκε κατά ενός ποδοσφαιριστή, οι πάντες είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν τον Πρωθυπουργό, σε εκδήλωση για τη Διεθνή Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος, να αποκηρύσσει τον ρατσισμό επικαλούμενος το ελληνικό DNA. Αυτό όμως το στοιχείο, η πίστη στη βιολογική υπόσταση και ανωτερότητα του έθνους, η πίστη στον φυλετισμό, συνιστά ακριβώς τη ρατσιστική ιδεολογία. Ισως βέβαια να ήταν ένα αυθόρμητο σχόλιο, μια ακόμη κοινοτοπία. Εξάλλου, αυτή η πίστη στην ιδιαιτερότητα του ελληνικού DNA αποτελεί μια σταθερά της πολιτικής μας κουλτούρας.

Πρόσφατη είναι επίσης η νομοθετική πρωτοβουλία, που εν τέλει ματαιώθηκε, για την επαναφορά του κριτηρίου του γένους για την εισαγωγή στις στρατιωτικές και αστυνομικές σχολές. Παράλληλα, ανοικτό παραμένει το ζήτημα πώς η σημερινή ελληνική Πολιτεία αντιλαμβάνεται την ιθαγένεια. Η σχετική νομοθεσία βρίσκεται τον αέρα, ενώ το Συμβούλιο της Επικρατείας, σε μια απόφαση που δέχθηκε πολλή κριτική, προέβαλε την ύπαρξη «γνήσιων δεσμών» με το έθνος ως κριτήριο της ιθαγένειας.

Τελικά, πώς μπορούμε να διακρίνουμε πίσω από τις κοινοτοπίες τη φύση του προβλήματος;

Η Τζένη Λιαλιούτη είναι διδάκτωρ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο