Η πρόσφατη επίσκεψη του υφυπουργού Εξωτερικών κ. Κωνσταντίνου Τσιάρα στην Αυστραλία (2-10 Μαρτίου) έφερε για πολλοστή φορά στο προσκήνιο ένα ακόμα πολύπαθο ελληνικό ζήτημα –που έχει καταντήσει σαν το Γεφύρι της Αρτας -, αυτό της ψήφου των αποδήμων. «Ολα τά ‘χε η Μαριορή, ο φερετζές τής έλειπε», θα πουν μερικοί. Προφανώς οι ιθύνοντες έχουν λύσει όλα τα άλλα προβλήματα της χώρας, κι έχουν τώρα την πολυτέλεια να ασχολούνται και με τον Ελληνισμό της Διασποράς!

Προσωπικά, αμφιβάλλω ότι σοβαρολογούν. Ομως, καλού κακού, φρόνιμο και διδακτικό θα ήταν αν λάβαιναν υπόψη και το πείραμα της ιταλικής παροικίας στην Αυστραλία. Ως χρήσιμο μπούσουλα τούς προτείνω το πόνημα των πανεπιστημιακών Bruno Mascitelli και Simone Battiston «H ιταλική ψήφος των εκπατρισμένων στην Αυστραλία. Δημοκρατικό δικαίωμα, δημοκρατικό λάθος ή πολιτικός οπορτουνισμός;» (εκδ. Connor Court Publishing, Μελβούρνη 2008). Η εν λόγω μελέτη κατέδειξε ότι η πολύκροτη υπόθεση ψήφου των ιταλών αποδήμων στην Αυστραλία είναι πολύ κακό για το τίποτα, γιατί:

(i) Τα πραγματικά κίνητρά της (σε τι αποσκοπεί και ποιον εξυπηρετεί) παραμένουν ασαφή και αμφιλεγόμενα. (ii) Οι συνταγματολόγοι και άλλοι ειδήμονες αμφισβητούν και προβληματίζονται για τη νομική ορθότητα, την ηθική υπόσταση και τους μελλοντικούς κινδύνους της. (iii) Ουσιαστικά η ιταλική παροικία έμεινε αδιάφορη, τα μέλη της οποίας, στην πλειονότητά τους, δεν ενδιαφέρονται να ασχοληθούν με την Ιταλία απ’ την οποία λίγο –πολύ έχουν ξεκοπεί. Ετσι η σχέση –ιδιαίτερα των νεότερων, γεννημένων στην Αυστραλία γενεών –με τις προγονικές ρίζες και την καταγωγή τους είναι περισσότερο νοσταλγική και ρομαντική.

Αν και οι συγγραφείς του βιβλίου ισχυρίζονται ότι η μελέτη τους αποσκοπούσε «να πάει πέραν του άμεσα προφανούς και να προκαλέσει […] κριτική αξιολόγηση ενός τέτοιου βασικού πολιτικού δικαιώματος –της απονομής πολιτικών δικαιωμάτων στους εκπατρισμένους» –δεν είμαι διόλου σίγουρος για το αν και κατά πόσο ικανοποιητικά επετεύχθη αυτό.

Κατ’ αρχάς, δεν δίνουν ξεκάθαρη απάντηση στο καίριο ερώτημα για τα πραγματικά κίνητρα της ψήφου. Η όλη συζήτηση είναι μάλλον χαλαρή, και κάπως ασυντόνιστη και αυτό –σε συνδυασμό με τη διφορούμενη στάση των συγγραφέων (που ίσως είναι απόρροια αυτής της χαλαρότητας, με αποτέλεσμα άλλοτε να αντιτίθενται, άλλοτε να εκφράζουν σκεπτικισμό κι άλλοτε να είναι ανεκτικοί και να βρίσκουν «προκλητική» την αποδημική ψήφο) –είναι αποπροσανατολιστικό. Ενδεικτικά και μόνο αναφέρω το εξής παράθεμα:

«Στα αρχικά στάδια η έννοια εκπροσώπησης της εκπατρισμένης παροικίας φαινόταν ακριβώς αυτή της εκπροσώπησης και όχι αναγκαστικά της εμπλοκής σε κοινοβουλευτικό επίπεδο. Η ιδέα της ψήφου και της αντιπροσώπευσης για την εκπατρισμένη παροικία μπορεί να είναι αποτελεσματική και δημοκρατική, χωρίς να χρειάζεται να είναι αναγκαστικά συμμετοχική στην ιταλική πολιτική. Αυτό θα μπορούσε να εφαρμοσθεί όχι μόνο για τους Ιταλούς της Αυστραλίας αλλά και για όλα σχεδόν τα μέρη όπου ζουν ιταλοί μετανάστες. Οι ελίτ και οι πολιτικοί υποψήφιοι έχουν υποκινηθεί από την αίσθηση ότι υπάρχει ανάγκη αντιπροσώπευσης των ιταλικών παροικιών –το αν όμως το Κοινοβούλιο και οι πολιτικές δομές του είναι αναγκαστικά η καλύτερη οδός γι’ αυτή την αντιπροσώπευση αποτελεί το μεγάλο ερώτημα που χρήζει απάντησης».

Πώς νοείται όμως «εκπροσώπηση» και μάλιστα «αποτελεσματική και δημοκρατική» χωρίς «κοινοβουλευτική εμπλοκή»; Αυτή η αντίφαση παραμένει μετέωρη και ανεξήγητη. Στην προκειμένη περίπτωση, οι εν λόγω μελετητές παραδέχονται ότι η ψήφος των αποδήμων, σε μια παγκοσμιοποιημένη ανθρωπότητα, είναι όντως μια «πρόκληση»: «Τα δικαιώματα ψήφου για οποιοδήποτε μεγάλο κίνημα ανθρώπων στον κόσμο αποτελούν καινοτομία για όλους μας και μια άμεση πρόκληση στην στατική πολιτεία όπου τα άτομα παραμένουν εντός των συνόρων της εθνικής τους επικράτειας».

Ασχέτως όμως των όποιων αδυναμιών της, η εν λόγω μελέτη είναι πρωτοποριακή και γι’ αυτό πολύτιμη και για τα καθ’ ημάς –ιδιαίτερα σε μια περίοδο προβληματισμών και αναζητήσεων για τα υπέρ και τα κατά της ψήφου των αποδήμων. Εξού και οι άμεσα ενδιαφερόμενοι (οι ηγεσίες των αποδήμων και της γενέτειρας) οφείλουν να εντρυφήσουν σ’ αυτό το βιβλίο – οδηγό, ώστε τα παθήματα των Ιταλών να γίνουν χρήσιμα μαθήματα και για τη δική μας περίπτωση, αν θέλουμε –μελλοντικά –να μην επικαλούμαστε το λαϊκό γνωμικό «στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα».

Ο Γιάννης Βασιλακάκος, διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Μελβούρνης, έχει διατελέσει συντονιστής του Πολιτιστικού Δικτύου του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού Ωκεανίας