Οσο όμορφα και αν ηχεί στα αυτιά μας η έννοια του δημοκρατικού διαλόγου, η αλήθεια είναι ότι ο λαϊκισμός είναι σύμφυτος με την πολιτική, σε δημοκρατίες όσο και σε δικτατορίες. Είναι ουτοπικό και αφελές να νομίζουμε πως μπορεί να υπάρξει μια πολιτική σκηνή όπου οι αντιπαραθέσεις γίνονται πάντοτε και αποκλειστικά με ορθολογικά επιχειρήματα. Για να έχουν απήχηση στον λαό τα καλά επιχειρήματα και τα καλά προγράμματα, πρέπει να υποστηρίζονται από κάποιας μορφής ψυχοκινητική ρητορική, κάποια διέγερση του λαϊκού θυμικού.

Εχει όμως και ο λαϊκισμός διαβαθμίσεις ποιότητας. Εχει και αυτός διαφοροποιήσεις ως προς την πολιτική σοβαρότητα και την ιστορική φορά του, διαφοροποιήσεις εξαρτώμενες από τον προσανατολισμό που θέλει να δώσει στο λαϊκό συναίσθημα. Αλλος ο λαϊκισμός του μεταρρυθμιστή και άλλος του πολιτικάντη. Αλλος αυτός που αποκρίνεται σε πραγματικές επαναστατικές συνθήκες και άλλος εκείνος που τις φαντασιώνεται. Αλλος ο χυμώδης λαϊκιστικός λόγος του Κολοκοτρώνη, ας πούμε, και άλλος ο αγκυλωμένος του Αλαβάνου ή του Λαφαζάνη. Αλλος του παμπόνηρου Ανδρέα Παπανδρέου (π.χ. με εκείνο το αδιόρατα και για τους πολλούς αόρατα ειρωνικό για «τα μπάνια του λαού») και άλλος του Χαρίλαου Φλωράκη, ο οποίος την ίδια εποχή αντιδρούσε στην καθιέρωση της εκ περιτροπής κυκλοφορίας των ΙΧ στο κέντρο της Αθήνας υπερασπιζόμενος τον «λαουτζίκο», που δεν θα μπορούσε να κάνει ελεύθερα τη βόλτα του στην πόλη. Εχει και ο λαϊκισμός την αισθητική του. Οπως μπορεί να έχει, ή να μην έχει, ερείσματα στις πραγματικές δυνατότητες μιας χώρας. Αλλος, για παράδειγμα, ο λαϊκισμός του Μπέπε Γκρίλο και άλλος του Τσίπρα ή του Καμμένου.

Αυτά που ακούσαμε και είδαμε στην Ελλάδα από την αντιπολίτευση και μεγάλη μερίδα των ΜΜΕ με αφορμή τις «δέκα μέρες που συγκλόνισαν την Κύπρο» υποβάλλουν τη σκέψη ότι η μορφή του καθ’ ημάς λαϊκισμού αποκαλύπτει ακόμη καθαρότερα από ό,τι η διοικητική παράλυση ή η διαφθορά το μέγεθος της πολιτικής παρακμής της χώρας μας. Τα πιο φτηνιάρικα εθνολαϊκιστικά συνθήματα, οι πιο υποκριτικές διακηρύξεις, οι πιο επιπόλαιες και ανεύθυνες παροτρύνσεις, οι πιο γελοίες επικολυρικές κορόνες (που μέσα σε λίγες μέρες γύρισαν σε ιερεμιάδες), οι πιο τερατόμορφες και οπορτουνιστικές κομματικές συγκλίσεις, τα πιο πρόστυχα υλικά του λαϊκιστικού ρεπερτορίου τριών χρόνων ελληνικής κρίσης συμπυκνώθηκαν και πήραν φωτιά, βγάζοντας μια εμετική αποφορά, στη μιάμιση εβδομάδα κυπριακής αγωνίας.

Και μάλιστα εκτοξεύτηκαν αυτά τα δυσώδη πυροτεχνήματα με την ευκολία και την ελαφρότητα που εξασφάλιζε η βεβαιότητα ότι οι όποιες συνέπειές τους θα βάραιναν άλλους. Ενώ οι Κύπριοι, κυρίως ο λαός και δευτερευόντως, με αρκετά διαφορετικό ηθικό πρόσημο, η πολιτική τάξη, έδειχναν αξιοσημείωτη περίσκεψη, καλούνταν από εδώ να κάνουν όλα εκείνα τα ηρωικά που εμείς δεν τολμήσαμε –και που φαίνεται τώρα πεντακάθαρα όχι μόνο πού θα μας είχαν οδηγήσει αλλά και πόσο λίγο τα εννοούσαν οι εγχώριοι κήρυκές τους, όσοι τουλάχιστον από αυτούς δεν έχουν αναμμένα κάρβουνα στον εγκέφαλο. Οι Κύπριοι σκέφτονταν τον συμβιβασμό, οι έλληνες λαϊκιστές τούς πίεζαν να μη συμβιβαστούν. Οπως λέει η παροιμία, ο νοικοκύρης το πουλά και ο ντελάλης όχι. Και όταν το περήφανο κυπριακό «όχι» μετατράπηκε μέσα σε μια εβδομάδα σε ένα περιδεές «ναι», ο εν Ελλάδι λαϊκιστικός λόγος ξεπέρασε σε γελοιότητα τον ίδιο τον εαυτό του. Οι ίδιες γραφίδες που εξυμνούσαν με ποιητικές περικοκλάδες τους Κυπρίους για το αντιστασιακό πνεύμα τους μιλούσαν λίγες μέρες αργότερα για «υπνώττουσα Κύπρο».

Οποιοσδήποτε αριστερός ή δεξιός λαϊκιστής οποιασδήποτε άλλης ευρωπαϊκής χώρας θα πρέπει να το βρήκε απίστευτο ότι οι έλληνες ομοειδείς του, καλώντας σε συμμαχία των λαών και αντίσταση κατά των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών ελίτ και του γερμανικού ηγεμονισμού, ζητούσαν στην πραγματικότητα, εν πλήρει επιγνώσει, την προστασία της διεθνούς πλουτοκρατίας και μιας μαφιόζικης ρωσικής ολιγαρχίας, με το φόρτωμα του βάρους αυτής της πελώριας ασπίδας στους απλούς ευρωπαίους φορολογούμενους. Ακόμη και οι λαϊκιστές είναι αλλού πολύ πιο σοβαροί και συνεπείς από τους δικούς μας.

Και όμως, ειδικά η Αριστερά μας θα μπορούσε και θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει τη δική της θεωρητική κληρονομιά, την παρακαταθήκη της διαλεκτικής σκέψης, για να κάνει μια πιο σοβαρή ανάλυση και, με βάση αυτή, να εκπονήσει ένα διαφορετικό σχέδιο δράσης. Θα μπορούσε να δει, ας πούμε, ότι αυτά που αποφασίστηκαν φέτος για την Κύπρο, πέρσι για την Ελλάδα, με το PSI, και ήδη αρχίζουν να αγγίζουν ακόμη και χώρες του «σκληρού» ευρωπαϊκού πυρήνα (βλέπε Ολλανδία), σηματοδοτούν κάτι καινούργιο και δυνάμει ευνοϊκό για μια αριστερή πολιτική: οι ισχυρότερες πολιτικές ελίτ, με επιθετικότερο εκφραστή στην Ευρώπη τη Γερμανία και με παγκόσμιο όργανο διαβούλευσης το G 20, κάνουν το πρώτο αποφασιστικό βήμα προς την ανάσχεση της ασυδοσίας του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, δηλαδή προς έναν έλεγχο της παγκοσμιοποίησης. Το κάνουν, φυσικά, για τα δικά τους συμφέροντα. Αλλά τον ίδιο στόχο δεν έχει η Αριστερά; Ποιος ιδεολογικός πουριτανισμός τής απαγορεύει να στηρίξει το αντίπαλο σύστημα στη συγκεκριμένη, κοινή επιδίωξη και να παλέψει για να στρέψει αυτή την εξέλιξη προς τη δική της επιθυμητή κατεύθυνση; Αντί να εναγκαλίζεται τον Καμμένο, ο Τσίπρας θα ήταν λογικότερο σε αυτή τη φάση να ασπαστεί τη Μέρκελ. Αλλά ο αριστερός λαϊκισμός στη χώρα μας είναι λιγότερο αριστερός και περισσότερο λαϊκιστικός από ό,τι αλλού.

Η Κύπρος έχει μπροστά της έναν ανήφορο δυσκολότερο από ό,τι η Ελλάδα. Είναι όμως πιθανότερο ότι θα τα καταφέρει. Γιατί, όσες αμαρτίες και αν τη βαραίνουν, ο λαός της έχει αποδείξει επανειλημμένα ότι διαθέτει πολύ περισσότερο ρεαλισμό και προσαρμοστικότητα. Οσο για εμάς, και μόνον ο αμετανόητος, αδιόρθωτος και άθλιας ποιότητας λαϊκισμός μας δείχνει πόσο κινδυνεύουμε να γκρεμοτσακιστούμε ακόμη και στα ισιώματα του δικού μας ανήφορου.