Την πρώτη φορά που είδα δουλειά του Μέντη Μποσταντζόγλου, του Μποστ, ήμουν παιδί. Ηταν ο «Βασίλειος Βουλγαροκτόνος», ένα από τα αρτιότερα ελληνικά κόμικς, παραγγελιά για τη σειρά των «Κλασσικών Εικονογραφημένων», το οποίο όμως ήταν τίγκα στα κλισέ της θεωρούμενης εθνικής ιστορίας. Οι Βούλγαροι ήταν άσχημοι και οι σκηνές με τους αιχμαλώτους που τους έστειλε τυφλούς στην πατρίδα τους ο νικητής βυζαντινός αυτοκράτορας, με οδηγητή έναν μονόφθαλμο ανά εκατό, εμπεριείχαν την υπερηφάνεια του Ελληνος για τη νίκη, αλλά θα μπορούσαν να εμπεριέχουν και την παρωδία της.

Ο Μποστ, αργότερα, δεν έχανε ευκαιρία να λέει πόσο απεχθανόταν τα κόμικς –αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι το εννοούσε. Οι γελοιογραφίες του, άλλωστε, τόσο πολυσύνθετες, ακόμα και στο ένα καρέ που συνήθως εκτείνονταν, ήταν σαν κόμικς, ολοκληρωμένες, σύνθετες αφηγήσεις. Ηταν βαθύτατα πολιτικός, αλλά ποτέ δεν έμενε στην επιφάνεια. Οι αφαιρετικές φιγούρες του αντλούνταν από την επικαιρότητα, αλλά η γελοιογραφική γραμμή του εμπνεόταν κυρίως από τη λαϊκή κουλτούρα. Δούλευε με υλικά τον σαρκασμό και την παρωδία, που συχνά δύσκολα τα ξεχωρίζεις και στη ζωή –παιδιά του σαρκασμού της μετεμφυλιακής Ελλάδας (του δικού του αυτοσαρκασμού), άλλωστε, ήταν οι βασικοί ήρωές του, η ρακένδυτη Μαμά Ελλάς και τα αγαπημένα της παιδιά, η Ανεργίτσα και ο Πειναλέων. Οπαδός της ατάκας, συνήθως έβαζε τους ήρωες των γελοιογραφιών του να συνομιλούν έμμετρα. Εμμετρη ήταν και η παρουσίαση του θέματος κάθε γελοιογραφίας με ένα ποιηματίδιον που κύκλωνε κάθε καρέ, στο περιθώριό του. Αλλά το σήμα κατατεθέν της δουλειάς του ήταν οι ανορθογραφίες –και μαζί η γελοιογραφική κατάχρηση τύπων της καθαρεύουσας και τρόπων των σοφολογιοτάτων, των κουλτουριάρηδων της εποχής του.

Είχα γνωρίσει τον Μποστ στο τελευταίο δημοσιογραφικό του στέκι, στο περιοδικό «Αντί», όπου εργαζόμουν για χρόνια. Ηξερε τα πάντα κι έκανε πλάκα συνεχώς. Και μου έκανε εντύπωση ότι μέχρι το τέλος, μολονότι παραγωγικός και, επιπλέον, μοναδικός, έπρεπε να δουλεύει σκληρά για να κερδίζει τη ζωή του. Θυμάμαι ένα μαγαζί που είχε στην Ομήρου με κεραμικά και διακοσμητικά, θυμάμαι την τελευταία μεγάλη παραγωγή του, με (πειραγμένες, μποστικά) ελαιογραφίες εμπνευσμένες από τη λαϊκή παράδοση –τον Θεόφιλο, τη φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου, τους ήρωες του ’21 όπως τους απαθανάτιζε η εθνική κουλτούρα τού «όλη η δόξα όλη η χάρη…».

Μια φορά, στα εγκαίνια εκείνης της έκθεσης, προσπαθούσε να αποφύγει μια κυρία διάσημη για τις κολακείες της που, αν θυμάμαι καλά, έγραφε και εικονογραφούσε παιδικά αφηγήματα. Κάποια στιγμή, όμως, τον ξεμονάχιασε. «Δάσκαλε», του είπε διαχυτικότατα, «πώς τα κάνετε όλα αυτά τα αριστουργήματα;». Ο Μποστ την κοίταξε συνοφρυωμένος κι ύστερα, πολύ ευγενικά, της απάντησε: «Απορώ, κυρία μου, πώς τα καταλαβαίνετε. Απ’ όσο θυμάμαι, δεν γνωρίζετε ούτε σχέδιο ούτε ορθογραφία».