Αγαπούσε πολύ τον λαό του. Κι ήταν με τον λαό του πάντα γενναιόδωρος. Οπως με τη 19χρονη τρισεκατομμυριοστή ακόλουθό του στο twitter, την οποία αντάμειψε για την καλή της τύχη χαρίζοντάς της ένα διαμέρισμα.

Ο σύντροφός του, ο Λούλα, αποχαιρέτησε την εξουσία ύστερα από δύο θητείες. Ομως ο ίδιος ο Τσάβες δεν μπορούσε να αφήσει τον λαό του ορφανό. Βελτίωσε το Σύνταγμα για να παρατείνει τη θητεία του. Για να μπορεί να φροντίζει τον λαό του μέχρι την τελευταία του πνοή. Και ο λαός τού ανταποδίδει τώρα την αγάπη οδυρόμενος, φιλώντας το βαλσαμωμένο του σαρκίο.

Γιατί άραγε μας αφορούν όλα αυτά; Γιατί κάποιοι από μας συγκινούνται από έναν ηγέτη που λατρεύεται σαν θεός; Γιατί εμπνέονται από τον θρύλο ενός συμπονετικού πατερούλη που μοιράζει ψωμί και περηφάνια; Γιατί έλκονται από το υπερθέαμα ενός τηλεξορκιστή που πουλάει απύλωτος, σε πανεθνικό δίκτυο λεβεντιά κατά των υπερδυνάμεων;

Από τη σκοπιά της Ευρώπης, όλα αυτά δεν μοιάζουν μόνο ν’ ανήκουν σε άλλη ήπειρο. Ανήκουν σε άλλο κόσμο. Σε άλλη εποχή.

Τα πάθαμε κι εμείς εδώ. Χρόνια θητεύσαμε στην προσωπολατρία. Χρόνια και χρόνια χτυπούσαμε παλαμάκια γονυκλινείς στην πίστα του αρχηγικού λαϊκισμού.

Θα περίμενε κανείς να έχουμε απογαλακτιστεί από αυτό το πρότυπο. Φαίνεται όμως ότι είναι νωρίς για να ξεπεράσει κανείς τέτοιες έξεις. Είναι νωρίς για να κατέβουν από τη σκηνή οι λαοβάτες. Οι γητευτές που ζητούν ξανά λαό για υιοθεσία. Να τον κυβερνήσουν με μύθο, άσμα και μαγεία.