Την Ελσα Φορνέρο ίσως να τη θυμάστε. Ηταν υπουργός Απασχόλησης στην κυβέρνηση Μόντι και έγινε γνωστή όταν στη διάρκεια μιας συνέντευξης Τύπου, και ενώ αναφερόταν στο ανθρώπινο κόστος των μέτρων λιτότητας, έβαλε τα κλάματα. Χαρακτηρίστηκε τότε το «ανθρώπινο πρόσωπο» μιας κυβέρνησης τεχνοκρατών και τραπεζιτών. Κι ύστερα χάθηκε από τα πρωτοσέλιδα.

Λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές μίλησε στον ανταποκριτή της «Ιντιπέντεντ» στη Ρώμη. Και παραδέχθηκε ότι η κυβέρνηση ήταν αφελής. Δεν προώθησε τις μεταρρυθμίσεις με την αποφασιστικότητα που χρειαζόταν. Δεν κτύπησε ο Πρωθυπουργός το χέρι στο τραπέζι. Δεν απείλησε ότι θα παραιτηθεί. Φταίνε βέβαια και οι Ιταλοί, «που δεν θέλουν να αλλάξουν».(!) Φταίει κι η δημοκρατία, που δεν σε αφήνει να κυβερνάς με διατάγματα.

Η 64χρονη καθηγήτρια Οικονομικών κάνει ένα λάθος, που λόγω της ιδιότητάς της θα έπρεπε να το έχει αποφύγει. Οπως επισημαίνει ο Βόλφγκανγκ Μινχάου στους χθεσινούς «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», η λιτότητα δεν αποτελεί μεταρρύθμιση. Για την ακρίβεια, είναι το αντίθετο της μεταρρύθμισης. Η αύξηση των φόρων και η μείωση των δαπανών αποδυναμώνουν τις δυνατότητες της οικονομίας βραχυπρόθεσμα, ενδεχομένως δε και μακροπρόθεσμα. Οταν επιβάλλεις μέτρα λιτότητας εν μέσω ύφεσης, κινδυνεύεις να μη βγεις ποτέ από την τρύπα. Και άρα να μην κάνεις ποτέ μεταρρυθμίσεις.

Το λάθος του Μόντι δεν ήταν λοιπόν η έλλειψη αποφασιστικότητας. Ηταν ότι έδωσε βάρος στη δημοσιονομική προσαρμογή και ξέχασε την ανάπτυξη. Είναι αλήθεια ότι κατόρθωσε να συγκρατήσει την άνοδο των επιτοκίων δανεισμού και να αποτρέψει ενδεχόμενη χρεοκοπία της χώρας. «Δεν σας υπόσχομαι ότι θα εκπληρώσετε τα όνειρά σας», έλεγε στους Ιταλούς, «σας υπόσχομαι όμως ότι θα σας βγάλω από τον εφιάλτη». Ε, αποδείχθηκε ότι αυτό δεν ήταν αρκετό.

Στη χιλιανή ταινία «Νο», που αναφέρεται στην προετοιμασία του δημοψηφίσματος του 1988 με το οποίο θα αποφασιζόταν η παραμονή ή όχι του Πινοτσέτ στην εξουσία, ο νεαρός διαφημιστής που συντονίζει το στρατόπεδο του ΟΧΙ έχει μια ουσιαστική διαφωνία με τους αριστερούς. Εκείνοι θέλουν να προβάλουν τα βασανιστήρια και τις εξαφανίσεις, αυτός προτιμά να μεταδώσει ένα θετικό μήνυμα. Επικρατεί η δική του άποψη, οι αντίπαλοι του δικτάτορα κατεβαίνουν με σύνθημα «Χιλή, η ευτυχία έρχεται» και κερδίζουν το δημοψήφισμα.

Εντάξει, το σενάριο είναι λίγο παραμυθάκι, ο σκηνοθέτης έχει αυθαιρετήσει αρκετά, αλλά το μήνυμα είναι σαφές: τις εκλογές δεν τις κερδίζεις προσφέροντας μόνο αίμα και δάκρυα –εκτός αν είσαι ο Τσόρτσιλ. Πρέπει να δώσεις στους ψηφοφόρους μια ελπίδα, μια διέξοδο, πρέπει να τους βοηθήσεις να εκτονωθούν και να ονειρευτούν. Το πρώτο το έκανε ο Γκρίλο, το δεύτερο ο Μπερλουσκόνι. Και πήραν μαζί τους τη μισή Ιταλία.