Ερημη πόλη τα Χριστούγεννα. Δεν έβλεπες ψυχή, αλλά ούτε καν αυτοκίνητο και σε μεγάλους ακόμη δρόμους. Εβλεπες όμως κάδους σκουπιδιών να ξεχειλίζουν, άδεια πακέτα στα πεζοδρόμια, χαρτοκιβώτια, κουρέλια. Ερημιά και βρώμα. Αυτή ήταν η Αθήνα που αντίκρισα εγώ στο δίωρο που περπάτησα σε κεντρικές λεωφόρους. Και για τη βρώμα, μπορεί να φταίνε οι απεργίες και η χωριατιά μας. Αλλά για την ερημιά;

Δεν φταίει, νομίζω, μόνο η αφραγκία. Φταίει και η διάθεση. Που δεν υπάρχει. Κανείς δεν θέλει να το ρίξει έξω. Κανείς δεν αισθάνεται την ανάγκη της γιορτής. Τζάμπα πάνε οι προσπάθειες των δημάρχων να δώσουν ένα πρόσχημα για λίγο κέφι στους δημότες. Τζάμπα ανάβουν και τα φώτα. Η ψυχή τα κανονίζει όλα. Η ψυχή κάνει κουμάντο. Και όταν η ψυχή είναι παγωμένη και άδεια, όλα χλωμιάζουν.

Μέχρι και οι χαρτοπαίκτες δεν έχουν κουράγιο να δοκιμάσουν την τύχη τους και τα κόλπα τους στην τσόχα. Απόψε ίσως να πάρουν μπρος οι «μηχανές». Τα ζάρια, πρωτίστως. Σε υπόγεια και καφενεία. Το μπαρμπούτι είναι το καταφύγιο των φουκαράδων. Ο ένας να φάει τα φραγκοδίφραγκα του άλλου. Και να τον δαγκώσει στον λαιμό στην ανάγκη, μετά τη χασούρα. Γιατί όταν είσαι ταπί δεν είσαι ψύχραιμος. Κι ας λένε το αντίθετο οι «γραφές».

Γυρίζω πίσω. Κάποτε στο παλιό τυπογραφείο των «ΝΕΩΝ», στο τέταρτο πάτωμα, χτυπούσε ο αρχιεργάτης τη βούρτσα στο μάρμαρο και αμέσως οι λινοτύπες σηκώνονταν και οι μαρμαράδες έστρωναν την κουβέρτα. Εξάρες, ντόρτια, ασόδυα, άσοι, «βάλτε κι άλλα», έξι – πέντε, διπλές. Αλλά και στις γκαρσονιέρες των δημοσιογράφων, οι τράπουλες έπαιρναν φωτιά. Μετράω απόντες: Λυκούργος, Καλαμαράς, Ρούσσος, Πριμικύριος, Μπίστικας και τόσοι άλλοι. Εμφράγματα, καρκίνοι, εγκεφαλικά…

Τι τα θέλω, όμως, όλα αυτά τούτη την ώρα; Τελευταία ημέρα του χρόνου η σημερινή. Και αντί να γελάμε, έχουμε κάτι μούρες ώς το πάτωμα. Πώς να γίνει αλλιώς; Ετσι μας κατάντησαν. Ετσι καταντήσαμε και οι ίδιοι τους εαυτούς μας. Ωστόσο οφείλουμε να αντέξουμε. Στο κάτω κάτω, «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει»! Πεθαίνει; Νομίζω ότι από εμάς εξαρτάται, η χρονιά που αρχίζει αύριο να είναι πιο καλή από τις προηγούμενες.

Χρειάζεται, βέβαια, σύνεση. Και δουλειά. Και, δυστυχώς, μας λείπει η σύνεση. Και από δουλειά δεν είμαστε και τόσο φανατικοί. Βάλτε κάτω πόσες ημέρες καθόμαστε –και θα καθόμαστε –για τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Ενώ οι ξένοι, εργοστάσιο, εργαστήριο, μαγαζί, υπαλληλίκι, συνεχώς. Και το βράδυ, τηλεόραση και μια ξαναζεσταμένη σούπα. Και πατάτες τηγανητές ετοιματζίδικες. Τα ξέρω γιατί τα έχω ζήσει. Από την άλλη, σκέφτομαι: τι να κάνει ο δύστυχος ο Γερμανός, ο Φινλανδός, ο Σουηδός με τόσο… κρύο, με τόσο χιόνι; Και ξανασκέφτομαι: ενώ εμείς, τα μπατίρια, Δεκέμβριο μήνα, Ιανουάριο από αύριο, παίζουμε με τις λιακάδες και σε λίγο θα δούμε να ανοίγουν και οι αμυγδαλιές. Δεν είναι παράλογο, αυτό τον ήλιο να σ’ τον τρώει το αφεντικό, όπως σωστά έλεγε ο πρώιμος Σαββόπουλος;