Η καθημερινή κλιμάκωση του εμφυλίου πολέμου στη Συρία υπενθυμίζει την αδυναμία της Δύσης, και ειδικότερα των ΗΠΑ, να επέμβουν. Ορισμένοι σχολιαστές υποστηρίζουν ότι η επέμβαση ήταν εφικτή στη Λιβύη, άρα γιατί όχι και στη Συρία; Η απάντηση είναι απλή, μολονότι η ανάλυσή της πολύ πιο σύνθετη. Το καθεστώς του Ασαντ στη Συρία, αντίθετα με αυτό του Καντάφι, έχει πολύ σημαντικούς συμμάχους – Ρωσία, Κίνα, Ιράν – και έναν απρόθυμο υποστηρικτή, το Ισραήλ.

Η Ρωσία, η Κίνα και το Ιράν υποστηρίζουν τον Ασαντ διπλωματικά και έχουν προμηθεύσει τις Ενοπλες Δυνάμεις του με εξελιγμένα όπλα, που καθιστούν δύσκολη μια επίθεση του ΝΑΤΟ. Αντίθετα με τη Λιβύη, οι Σύριοι μπορούν να προκαλέσουν απώλειες σε μια νατοϊκή επιχείρηση και στην ύστατη ανάγκη να προσφύγουν σε χημικά και βιολογικά όπλα. Η Τουρκία θα αναλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος του πολέμου, αλλά οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ είναι απρόθυμες να επιτρέψουν στους Τούρκους να εισβάλουν στη Συρία. Αυτό διότι ένας πόλεμος πλήρους κλίμακος θα είχε σημαντικές επιπτώσεις.

Θα σήμαινε ότι το ΝΑΤΟ ακόμη και με «αχυράνθρωπο» την Τουρκία θα εισέβαλλε σε ένα ακόμη αραβικό και μουσουλμανικό κράτος. Η Συρία θα προσετίθετο στη χορεία των πολέμων στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν και τη Λιβύη. Ακόμη και οι πιο νομιμόφρονες σύμμαχοι της Αμερικής στη Μέση Ανατολή θα περιήρχοντο σε δύσκολη θέση.

Ενας πόλεμος κατά της Συρίας θα είχε απώλειες και στρατιωτικών και αμάχων. Η Συρία, αντίθετα με την αραιοκατοικημένη Λιβύη, έχει πυκνοκατοικημένα αστικά κέντρα, τα οποία καθιστούν δύσκολη τη διεξαγωγή στρατιωτικών επιχειρήσεων δίχως να σκοτωθούν άμαχοι. Αυτό θα περιόριζε την αεροπορική ισχύ του ΝΑΤΟ και θα υποχρέωνε τη Συμμαχία να εμπλέξει επίγειες δυνάμεις. Παρά ταύτα, μάχες δίπλα ή μέσα στις πόλεις θα κατέληγαν σε υψηλό αριθμό θυμάτων. Πολύ γρήγορα οι επικριτές και οι εχθροί της Αμερικής στη Μέση Ανατολή θα καταδίκαζαν τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Τρομοκρατικές οργανώσεις όπως η Αλ Κάιντα θα ανταπέδιδαν τα πλήγματα.

Η πιο δύσκολη από τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση του Προέδρου Ομπάμα είναι το τι πρέπει να κάνει ως προς το Ισραήλ. Οι Ισραηλινοί στηρίζουν το καθεστώς του Ασαντ, συνεπώς κάθε επίθεση εναντίον της Συρίας θα έφερνε την πολιτική των ΗΠΑ σε αντίθεση με τα συμφέροντα του Ισραήλ στην περιοχή.

Σε μια χρονιά προεδρικών εκλογών, η αντίθεση με το Ισραήλ θα είχε εσωτερικές επιπτώσεις για τον Πρόεδρο Ομπάμα.

Υφίσταται ένα σημείο σύγκλισης μεταξύ της ισραηλινής και της αμερικανικής πολιτικής ως προς τη Συρία. Οπως και οι Ισραηλινοί, έτσι και ο Λευκός Οίκος φοβάται ότι οι ομάδες που συγκροτούν το κίνημα αντιπολίτευσης στη Συρία είναι ετερόκλητες και εκπροσωπούν ριζικά διαφορετικές απόψεις για το μέλλον της χώρας. Πέραν της Αλ Κάιντα, υπάρχουν ισλαμιστές που θα επιχειρήσουν να ελέγξουν τη μετα-Ασαντ Συρία.

Εντέλει, ένα ριζοσπαστικό σουνιτικό καθεστώς στη Συρία θα προκαλούσε αντίδραση από τους Ιρανούς και την επιχορηγούμενη από το Ιράν οργάνωση της Χεζμπολάχ στον Λίβανο. Μολονότι δεν θα έφθανε στο σημείο να προκαλέσει πόλεμο μεταξύ Συρίας και Ιράν, η Χεζμπολάχ θα δοκίμαζε να αποσταθεροποιήσει το νέο καθεστώς της Δαμασκού.

Από την προοπτική των συμφερόντων ΗΠΑ και Ισραήλ, το μέλλον της Μέσης Ανατολής θα ήταν ανεκτό να διαπλασθεί μέσα σε ένα ισλαμικό πλαίσιο. Πόσο ακραία ή μετριοπαθώς ισλαμικό, είναι αδύνατον να προβλεφθεί προτού καθεστώτα αυτού του είδους αποκρυσταλλωθούν στην εξουσία.

Κατά συνέπεια, η κυβέρνηση του Προέδρου Ομπάμα χρονοτριβεί και δεν υπάρχει καλύτερο forum να το πετύχει αυτό από τα Ηνωμένα Εθνη. Σε μια παράδοξη εξέλιξη, οι καθυστερήσεις στον ΟΗΕ (καθώς το ρωσικό και το κινεζικό βέτο απέτρεψαν οιανδήποτε ουσιαστική ενέργεια κατά της Συρίας) αγόρασαν χρόνο για τους Αμερικανούς ώστε να βρουν εναλλακτικές επιλογές για την αλλαγή καθεστώτος στη Συρία.

Είναι απολύτως πιθανόν ότι ο Ασαντ θα μπορούσε να συμφωνήσει να εγκαταλείψει τη χώρα, αφήνοντας ένα άτομο πιο μετριοπαθές να λειτουργήσει ως προσωρινός ηγέτης, μέχρις ότου κάποιος συμβιβασμός θα οδηγούσε σε μια δημοκρατική κυβέρνηση. Η εξαγγελία του Αραβικού Συνδέσμου ότι προτίθεται να βοηθήσει τον Ασαντ να μετακομίσει αποτελεί σαφώς μέρος αυτής της στρατηγικής.

Μια άλλη προσέγγιση, η οποία ενδεχομένως να αποτελέσει και τη μόνη δυνατή επιλογή, είναι η διαίρεση της Συρίας σε δύο κράτη ώστε να διευθετηθούν οι σουνίτες στο ένα και οι αλεβίτες, οι χριστιανοί και λοιπές μειονοτικές ομάδες στο άλλο. Τα σύνορα της Συρίας, όπως και άλλων μεσανατολικών κρατών, είναι υποπροϊόν της Συνθήκης των Βερσαλλιών, η οποία διευκόλυνε τη συνεχιζόμενη αιματοχυσία μεταξύ των διαφόρων θρησκευτικών ομάδων. Ισως μια νέα συνοριακή διαμόρφωση να δώσει στον λαό της δύστυχης αυτής χώρας μια σταθερή ειρήνη.

O Ανδρέας Γερολυμάτος είναι καθηγητής και διευθυντής στο Κέντρο Ελληνικών Σπουδών – Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος στο Βανκούβερ του Καναδά