Τα αποτελέσματα των εκλογών δίνουν τη δυνατότητα στην Ελλάδα να γυρίσει τη σελίδα της ακυβερνησίας και της αστάθειας, που ταλαιπώρησε τους πολίτες και την οικονομία και έφερε τη χώρα σε οριακό σημείο.

Η επιλογή των ψηφοφόρων είναι σαφής: συναίνεση και συνεργασία των πολιτικών δυνάμεων για βιώσιμη κυβέρνηση σε ευρωπαϊκή κατεύθυνση με πρόταγμα την παραμονή της χώρας στη ζώνη του ευρώ. Συγχρόνως, η λαϊκή ψήφος και η κατανομή της προσδιόρισε – για όσους βεβαίως θέλουν να καταλάβουν – πως τα περιθώρια της μονόπλευρης ταχείας, αυστηρής δημοσιονομικής προσαρμογής που επιβλήθηκαν στη χώρα από τους δανειστές της έχουν εξαντληθεί. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί οφείλουν να αναγνωρίσουν αυτή την πραγματικότητα. Οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι – παρά τις όποιες διαφορετικές απόψεις εκφράσθηκαν στα ευρωπαϊκά όργανα -, η ευρωπαϊκή πολιτική συνισταμένη δεν κατάφερε να προβλέψει ούτε να αντιμετωπίσει την έκταση και την καταστροφική επίδραση της ύφεσης. Ετσι η ασθενής ελληνική οικονομία πέρασε επειγόντως από τον θάλαμο του νοσοκομείου στην Εντατική.

Το ουσιαστικό ερώτημα που τίθεται σήμερα δεν είναι αν η Ελλάδα θέλει να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της απέναντι στους εταίρους της. Επ’ αυτού απάντησε θετικά και μετά λόγου γνώσεως το εκλογικό σώμα. Επιβεβαίωσε το αυτονόητο: για να σταθεί η Ελλάδα στον σύγχρονο κόσμο οφείλει να αντιμετωπίσει η ίδια επιτέλους τα προβλήματα και τις ανεπάρκειές της. Το ουσιαστικό ερώτημα είναι άλλο: πώς θα μπορέσει η Ελλάδα να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της και τι μπορεί να κάνει η Ευρώπη για να βοηθήσει σ’ αυτή την κατεύθυνση.

Υποστηρίζω ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και οι δανειστές οφείλουν να συνεργαστούν με τη νέα ελληνική κυβέρνηση με έναν κεντρικό στόχο: την εκπόνηση ενός οδικού χάρτη που θα επαναφέρει την ελληνική οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης και πλεονασματικούς προϋπολογισμούς, ώστε να παραμείνει η χώρα στη ζώνη του ευρώ.

Ενας τέτοιος οδικός χάρτης δεν θα μπορέσει και δεν πρέπει ασφαλώς να αμφισβητήσει την ουσία των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που είναι αναγκαίες. Αντιθέτως χρειάζεται σήμερα περισσότερο από ποτέ ένα νέο αλλά σαφές χρονοδιάγραμμα προτεραιοτήτων για την άμεση αναδιοργάνωση και τη μείωση του δημόσιου τομέα, το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, την προώθηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων, τον περιορισμό της φοροδιαφυγής, την εξάλειψη των πελατειακών σχέσεων και της διαφθοράς.

Ωστόσο, ο οδικός χάρτης πρέπει συγχρόνως να ανταποκριθεί σε νέες ανάγκες όπως είναι οι παρακάτω:

1. Η αναγνώριση της επίπτωσης που έχει η ύφεση στο δημοσιονομικό έλλειμμα. Πρώτο ανακουφιστικό μέτρο θα μπορούσε να είναι η επιμήκυνση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής. Ετσι θα επισπευσθεί η ολοκλήρωση μέχρι το τέλος του χρόνου του προγράμματος ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών για να υπάρξει ρευστότητα στην αγορά και να ανοίξει ο δρόμος για ιδιωτικές επενδύσεις.

2. Ο χρόνος μόνο δεν αρκεί. Χρειάζονται και ευρωπαϊκοί πόροι που θα πρέπει να δοθούν αμέσως για την τόνωση της ανάπτυξης. Εγκυρες μελέτες υποδεικνύουν ότι με κονδύλια της τάξης των 15-20 δισ. ευρώ ετησίως και με ισχυρή πολιτική βούληση η Ελλάδα μπορεί να αποκτήσει παραγωγική βάση. Εδώ οι ευρωπαϊκοί θεσμοί μπορούν να κάνουν πολύ περισσότερα και πολύ πιο γρήγορα, υπερβαίνοντας τους συνήθεις αργούς ρυθμούς. Παρά την προσπάθεια, λόγου χάρη, της Κομισιόν να αξιοποιήσει – μέσω της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων – τα διαθέσιμα κεφάλαια που η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει να απορροφήσει ώς σήμερα, τα αποτελέσματα καθυστερούν. Η ελληνική οικονομία χρειάζεται κάποια άμεσα αποτελέσματα, πέρα από τις καλές προθέσεις.

3. Η ελληνική κοινωνία πρέπει να υπερβεί τον επικίνδυνο διχασμό της. Οι νεότερες γενιές χρειάζονται αποκατάσταση εμπιστοσύνης στην ευρωπαϊκή ιδέα. Μηνύματα κοινωνικής συνοχής και κατανόησης της θέσης των πιο αδύνατων είναι αναγκαία. Οι περικοπές στους κατώτατους μισθούς και τις συντάξεις και η βίαιη ανατροπή κοινωνικών δεδομένων με οριζόντια μέτρα, λόγω της αδυναμίας εφαρμογής στοχευμένων δράσεων, έχουν εξαντλήσει πολλά κοινωνικά περιθώρια. Αυτά οφείλουμε να τα ξανασκεφτούμε.

Η αντιμετώπιση του ελληνικού προβλήματος συνδέεται βεβαίως με τη συζήτηση για την πορεία και την τύχη του ευρώ. Είναι φανερό πως η κρίση επανέφερε δυναμικά στο προσκήνιο την ατζέντα της παραπέρα οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης. Ανέδειξε το χάσμα ανταγωνιστικότητας μέσα στη ζώνη του ευρώ που διευρύνεται. Ιδιαίτερα μετά την πολιτική αλλαγή στη Γαλλία, οι εξελίξεις επιταχύνονται. Η Ελλάδα οφείλει να επωφεληθεί από τις νέες συνθήκες και τις αλλαγές των συσχετισμών. Για να το καταφέρει όμως χρειάζεται να πείσει με έργα και όχι με λόγια πως η απόφασή της για ένα μέλλον μέσα στο ευρώ δεν αποτελεί επιθυμία χωρίς κόστος. Πως διαθέτει πολιτικό σχέδιο για να αλλάξει το κακό παρελθόν πολλών χρόνων, και βούληση να το εφαρμόσει.

Η Μαρία Δαμανάκη είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής