«Η ταξική δομή στην κοινωνική συνείδηση» είναι ο τίτλος του ομώνυμου βιβλίου του St. Ossowski, στο οποίο υποστηρίζεται ότι η κοινωνική συνείδηση των ατόμων επηρεάζεται από την κοινωνική τάξη ή το κοινωνικό στρώμα που ανήκουν (κοινωνική θέση). H συλλογιστική αυτή είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για να εξηγηθούν οι μετατοπίσεις του εκλογικού σώματος προς τα αριστερά και κυρίως προς τον ΣΥΡΙΖΑ στο βαθμό που η εκλογική συμπεριφορά θεωρηθεί μια μορφή κοινωνικής συνείδησης.

Εκ πρώτης όψεως είναι αξιοσημείωτο ότι μεσαία στρώματα με τίτλους σπουδών, επαγγελματική εξειδίκευση και πολιτισμικό κεφάλαιο, μετατοπίζονται σχεδόν μαζικά μαζί με τους μισθωτούς του δημόσιου τομέα προς το ΣΥΡΙΖΑ αλλά και τη ΔΗΜΑΡ. Εν μέρει αυτή η μετατόπιση θα μπορούσε να εξηγηθεί και ως αποκατάσταση της σχέσης της μισθωτής εργασίας με την αριστερά, εφόσον όλοι οι μισθωτοί εργαζόμενοι θεωρούντο εργάτες (εργατική τάξη). Στη περίπτωση αυτή θα αγνοούσαμε όμως την εσωτερική διαφοροποίηση της μισθωτής εργασίας. Σύμφωνα με στοιχεία της EC (2001) τα στρώματα που ασκούν εποπτική και διευθυντική εργασία στην Ελλάδα αποτελούν το 22,5% της εξαρτημένης εργασίας (ΕΕ των 15, 34,5%), ενώ στο ποσοστό αυτό δεν συμπεριλαμβάνονται υπάλληλοι γραφείου, μέρος των οποίων ανήκει στο κατώτερο επίπεδο των μεσαίων στρωμάτων. Ωστόσο η ταξικότητα της ψήφου και η σχέση της με την αριστερά, για την οποία κάναμε λόγο, σχετικοποιείται, καθώς αυτά τα στρώματα αναφέρονται σ’ ένα σύστημα αξιών (μεταϋλιστικές αξίες), όπως αυτονομία, αυτοπραγμάτωση, ποιότητα ζωής κ.λπ. που είναι κοντά στις μορφές εργασίας τους, -αυτά ελέγχουν σε μεγάλο βαθμό το περιεχόμενο της εργασία τους- και στους τρόπους ζωής τους. Το γεγονός αυτό φαίνεται να υπερβαίνει κατά κάποιο τρόπο το δίπολο δεξιά-αριστερά, ενώ τίθεται το ερώτημα αν η αριστερά αντιστοιχεί σήμερα σ’ ένα ομοιογενές ταξικό ισοδύναμο;

Εντούτοις η εγκαθίδρυση της «μεταβιομηχανική κοινωνία» έφερε μαζί της τόσο τη μείωση της βιομηχανικής εργατικής τάξης όσο και τη διεύρυνση των μεσαίων στρωμάτων («κοινωνία των υπηρεσιών»), εξέλιξη που εγκαλούσε πρώτα απ’ όλα τα «μαζικά κόμματα» της αριστεράς. Με πρόθεση να εκφράσουν πολιτικά μια διαταξική κοινωνική βάση τα μεγάλα σοσιαλδημοκρατικά και ευρωκομμουνιστικά κόμματα της Ευρώπης προσέγγισαν, δίνοντας έμφαση στην ιδιότητα του πολίτη και στην πολιτισμική ταυτότητα το «κοινωνικό κέντρο» («πληθυντική αριστερά», «κεντροαριστερά» κ.ο.κ.). Ουσιαστικά μετατράπηκαν σε σοσιαλφιλελεύθερα κόμματα. Άφησαν όπως πολιτικά και πολιτισμικά ακάλυπτο το χώρο της εργατικής τάξης από την οποία αποξενώθηκαν, γεγονός που ευνόησε με τη σειρά του την ανάδυση ακροδεξιών μορφωμάτων, τα οποία θεματοποιώντας το στεγαστικό πρόβλημα, τη δημόσια ασφάλεια, την ανεργία κ.ά. απόκτησαν πρόσβαση κυρίως στα μικροαστικά στρώματα αλλά και στα εργατικά (άνεργοι, ανειδίκευτοι, υποαπασχολούμενοι κ.λπ.). Να όμως που η ανάδειξη της πολιτισμικής (εθνοτικής) ταυτότητας σε διακύβευμα επικάλυψε την ταξική. Αυτό είχε ως συνέπεια την προσφυγή στην εθνική ταυτότητα και στην εθνική αξιοπρέπεια, ώστε να αντισταθμιστεί, εξαιτίας της ανεργίας και της συνεπαγόμενης αποταξικοποίησης, η απώλεια της αξιοπρέπειας και της περηφάνιας του ανθρώπου που παράγει.

Ωστόσο το Μνημόνιο διέρρηξε την προνομιακή σχέση που διατηρούσε το ΠΑΣΟΚ, τις δύο τελευταίες δεκαετίες, με τα μεσαία στρώματα εξωθώντας τα να αναζητήσουν λόγω του κινδύνου πληβειοποίησής τους πολιτική έκφραση στα αριστερά της «κεντροαριστεράς». Έτσι η «ριζοσπαστική» αριστερά (Συνασπισμός κ.ά.) μετατρέπεται, από ένα κόμμα με κύρια αναφορά στη διανόηση (πανεπιστημιακοί κ.ά.), στους εκπαιδευτικούς, στους ελεύθερους επαγγελματίες (γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί κ.ά.) και σε στελέχη του δημόσιου τομέα, σε κύριο χώρο υποδοχής αυτών των στρωμάτων. Σημαντικά σ’ αυτή την κατεύθυνση συνέβαλε ο κινηματικός χαρακτήρας του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος με τις συνιστώσες του είχε «ριζώσει» στα νέα κοινωνικά κινήματα. Και πραγματικά η χαλαρή οργανωτική δομή του ΣΥΡΙΖΑ με την προτεραιότητα που δίνει στον ενικό τρόπο δράσης, συνδυάζει τις αξίες για αυτονομία και ατομική ανέλιξη των μεσαίων στρωμάτων με το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα της σοσιαλδημοκρατίας (κεϋσνιανισμός).

Υπό όρους η μετατόπιση αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια πολιτισμική προσέγγιση ανάμεσα στα μεσαία στρώματα και τα εργατικά στρώματα. Εντούτοις οι μεταϋλιστικές αξίες των μεσαίων στρωμάτων δύσκολα συνυπάρχουν με τις πολιτισμικές αξίες «του κόσμου της εργασίας» που κινείται και ζει σε μια τραχιά καθημερινότητα με κοινωνικά αδιέξοδα και περιορισμένους πόρους (υλικούς και συμβολικού). Συνεπώς χωρίς συμπαγή κοινωνική βάση που είναι κάτι το διαφορετικό από μια εκλογική βάση, -στην πρώτη περίπτωση η σχέση εκπροσώπησης διαμεσολαβείται οριζόντια, στη δεύτερη περίπτωση κάθετα-, ακόμη και μια κεϋνσιανή πολιτική ανακατανομής φαντάζει προβληματική, ενώ γρήγορα μπορεί να εμφανιστούν «κινήματα κατσαρόλας», ειδικά αν τεθεί το ζήτημα ανασυγκρότησης της παραγωγικής βάσης της χώρας, επομένως και οι σχέσεις μας με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Εξάλλου το κρίσιμο δεν είναι οι επιθυμίες και οι προθέσεις ενός μετακινούμενου εκλογικού σώματος που πρέπει πάλι να διαμεσολαβηθούν με όρους ανάγκης, αλλά το κοινωνικό και πολιτισμικό άνοιγμα που μια κοινωνική βάση επιτρέπει. Ειδάλλως οποιαδήποτε «κυβέρνηση της αριστεράς» γρήγορα θα αποκοπεί από τον κοινωνικό κορμό, ενώ υπαρκτός είναι ο κίνδυνος του κυβερνητισμού και της κοινοβουλευτικοποίησης της κοινωνικής αντιπολίτευσης με ότι αυτό συνεπάγεται για μια κοινωνία, όπως η ελληνική, λειτουργίες της οποίας έχει ιδιοποιηθεί το κράτος και τα κόμμα.

Ο Θανάσης Αλεξίου είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου