Η χώρα βρίσκεται σε μια διαδικασία αλλαγής του μεταπολιτευτικού μοντέλου οικονομίας και πολιτικής. Η κρίση χρέους και ανταγωνιστικότητας ασκεί πιέσεις σε κοινωνία και πολιτική να εγκαταλείψουν παλαιά πρότυπα συμπεριφοράς και να υιοθετήσουν ευρείας κλίμακας μεταρρυθμίσεις – υπό διεθνή εποπτεία.

Αλλά τόσο η δημοσιονομική εξυγίανση όσο και οι μεταρρυθμίσεις αντιμετωπίζουν πολλά εμπόδια. Οι δυσκολίες οφείλονται, πρώτον, στη φύση του εγχειρήματος. Οι μεταρρυθμίσεις θίγουν συγκεκριμένες και καλά οργανωμένες ομάδες, ενώ τα οφέλη διαχέονται. Εκτός τούτου, ενώ τα κόστη είναι άμεσα (π.χ. στις ιδιωτικοποιήσεις), τα οφέλη έρχονται αργότερα. Τα μέτρα προκαλούν ζητήματα κατανομής του κόστους και των ωφελειών. Ουδείς γνωρίζει πώς ακριβώς κατανέμονται κόστη και οφέλη. Συναφώς, η αβεβαιότητα κάνει τους πολίτες επιφυλακτικούς, πολύ περισσότερο που βλέπουν ότι προς το παρόν υπάρχει μόνο κόστος! Ετσι εξηγείται η αρνητική στάση της πλειοψηφίας.

Την κατάσταση επιβάρυνε το γεγονός ότι ο αρχικός σχεδιασμός ήταν κακός (η περικοπή του χρέους έπρεπε να είχε γίνει νωρίτερα, έπρεπε να αποφευχθεί η φορολογική ατασθαλία κτλ.). Εξίσου κακή ήταν η εφαρμογή της συνταγής, όπως αποτυπώθηκε στο πρώτο Μνημόνιο. Συχνά οι χειρισμοί έδειχναν ότι οι αξιωματούχοι λειτουργούσαν ως συνήγοροι ειδικών συμφερόντων. Μάλιστα, καθώς τώρα πηγαίνουμε σε εκλογές, οι παλαιές πρακτικές αποκαλύφθηκαν με τη «βροχή τροπολογιών» σε διάφορα πολυνομοσχέδια κατά παράβαση σαφών διατάξεων του Συντάγματος!

Από θεσμική άποψη, τα πράγματα είναι πιο μπλεγμένα. Οπως υποδείχνει η εμπειρική έρευνα, η Ελλάδα έχει (ή είχε έως τώρα) τυπικούς θεσμούς που λογικά θα έπρεπε να διευκολύνουν τις μεταρρυθμίσεις: ένα συγκεντρωτικό («πρωθυπουργοκεντρικό») σύστημα διακυβέρνησης, μονοκομματικές κυβερνήσεις, αδύναμες τοπικές αρχές κτλ. Επομένως ήταν λίγοι οι «αρνησίκυροι παίκτες» (Γ. Τσεμπελής). Αλλά συνέβη σχεδόν το αντίθετο: οι εμπλοκές στο πολιτικό σύστημα διαδέχονταν έως πρόσφατα η μία την άλλη. Δεν φταίει για αυτό μόνο η πολιτική κουλτούρα (οι «άτυποι θεσμοί» της οικογένειας και της πελατειακής συναλλαγής). Υπάρχουν και οι πολιτικές ευθύνες.

Η αξιοπιστία των αξιωματούχων ήταν σε φθίνουσα πορεία πριν από τις εκλογές του Οκτώβριο 2009, αλλά κλονίστηκε απειλητικά στη συνέχεια. Οσα αναγκάστηκε να κάνει η κυβέρνηση έως σήμερα ουδεμία σχέση είχαν με προεκλογικές υποσχέσεις και τις αντίστοιχες προσδοκίες που είχε καλλιεργήσει στους πελάτες της. Ετσι εξηγούνται αφενός οι τριβές στον κομματικό μηχανισμό και στις σχέσεις με την κοινωνική βάση της, και αφετέρου η επικοινωνιακή αμηχανία. Ουδείς εξήγησε τι διακυβευόταν, ποιοι ακριβώς είναι οι ουσιαστικοί στόχοι και η μακροχρόνια προοπτική. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η πολιτική προσαρμογής έως σήμερα έγινε αντιληπτή ως προϊόν κακόβουλης επιβολής. Υπήρχαν βέβαια και αντικειμενικές δυσκολίες: Πώς να πείσεις τους πάσης φύσεως προσοδοθήρες (προμηθευτές του Δημοσίου, συντεχνίες, διεφθαρμένους υπαλλήλους, φοροφυγάδες κ.ά.) για όσα διακυβεύονταν;

Θα βγούμε από αυτόν τον Λαβύρινθο;

Σύμφωνα με μιαν άποψη, η ίδια η κρίση λειτουργεί τελικά ως καταλύτης αλλαγών μακράς πνοής σε αρτηριοσκληρωτικές κοινωνίες, στις οποίες τοποθετείται και η Ελλάδα. Υποστηρίζεται ότι σε συνθήκες κρίσης η πολιτική ηγεσία μπορεί να συνειδητοποιήσει πως κάτι πρέπει να γίνει για να αποφευχθεί η καταστροφή. Επίσης, η κρίση μπορεί να μετατοπίσει τις προτεραιότητες μιας αγχωμένης κοινής γνώμης, ιδιαίτερα στον «μεσαίο χώρο» και στον περίγυρό του, να αποδυναμώσει πανίσχυρες συντεχνίες και, γενικότερα, να παρακινήσει οργανωμένα συμφέροντα να αναγνωρίσουν ότι «συμφέρει» να σταματήσουν τώρα τον «πόλεμο χαρακωμάτων» και να δεχτούν πως οι μεταρρυθμίσεις θα φέρουν σημαντικά οφέλη στο μέλλον.

Τέλος, η κρίση μπορεί να αναδειχθεί ιστορική στιγμή στην οποία αρχίζουν να αλλάζουν τα συστήματα αξιών και δημιουργείται μια νέα ηθική σε πολίτες και πολιτικούς. Σε μια κατάσταση κρίσης μπορεί να αναγνωριστεί η πίστη στη συλλογική δράση, η σημασία της λιτότητας (όπως περίπου την έβλεπε διορατικά ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ τη δεκαετία του ’70), της αλληλεγγύης και της θυσίας, και να ενδυναμωθεί το αίτημα για ένα κράτος που οφείλει να δρα για το σύνολο και όχι για να ικανοποιεί άναρχα και άδικα επιμέρους αιτήματα.

Είναι όλα αυτά μια ωραία χίμαιρα; Ενθαρρυντικά σημάδια υπάρχουν, π.χ. η (έστω αναγκαστική) σύγκλιση των δύο μεγάλων κομμάτων, το κίνημα αλληλεγγύης, η πραγματοποίηση ορισμένων επώδυνων μεταρρυθμίσεων κτλ. Συνολικά, όμως, ο δρόμος θα είναι δύσβατος.

Κατά τη γνώμη μου, δεν έχει χαθεί ακόμη το παιχνίδι.

Ο Πάνος Καζάκος είναι ομότιμος καθηγητής Διεθνών, Οικονομικών και Ευρωπαϊκών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Αθηνών