Η συμφωνία που επήλθε στην Ευρωομάδα τα ξημερώματα της Τρίτης αποτελεί μόνο το τέλος της αρχής για την ελληνική οικονομία και κοινωνία, για το έθνος μας γενικότερα. Για το μέλλον μας και το μέλλον των επόμενων γενεών.

Οπως ορθά ελέχθη, τη Δευτέρα είχαμε να κάνουμε με ένα ρίσκο και μια βεβαιότητα: η επίτευξη συμφωνίας θα συνιστούσε ανάληψη κινδύνου, δηλαδή υποχρεώσεων που μόνον αν εκπληρωθούν θα μας οδηγήσουν σε ασφαλές λιμάνι, ενώ η απουσία συμφωνίας θα συνιστούσε οριστική καταστροφή. Ευτυχώς, πετύχαμε το πρώτο, από το οποίο ξεκινάμε σήμερα.

Τι ακριβώς πέτυχε η κυβέρνηση Παπαδήμου; Πέτυχε να εξασφαλίσει τους όρους ανάταξης της εθνικής οικονομίας και προοπτικά τις προϋποθέσεις για μια αναπτυξιακή πορεία σε νέες βάσεις. Αγόρασε τον απαραίτητο χρόνο προκειμένου να θεσμοθετηθούν και να εφαρμοστούν όλες εκείνες οι μεταρρυθμίσεις που θα μας βγάλουν από την ακινησία και την οπισθοδρόμηση στις οποίες μας είχαν καταδικάσει ένα παλαιάς κοπής πελατειακό και, εν πολλοίς, διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα, ένας υδροκέφαλος, δυσκίνητος και αναποτελεσματικός διοικητικός μηχανισμός, πληθώρα φωνασκούντων άναρθρα ΜΜΕ, μια συντεχνιακή συνδικαλιστική οργάνωση και μια γενικευμένη ανομία, που βαφτίστηκε ανυπακοή στο εχθρικό κράτος και μπόλιασε ιδεολογικά σημαντικά τμήματα του πληθυσμού.

Βέβαια, ο χρόνος είναι λίγος και οι δυνάμεις αντίστασης της κοινωνίας μειωμένες, πράγμα που καθιστά τον αναληφθέντα κίνδυνο πιο απειλητικό. Υπάρχουν όμως και αντίβαρα:

Πρώτον, έχουμε – ίσως για πρώτη φορά στη νεώτερη ιστορία μας – ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα κυβερνητικής πολιτικής, που, είτε το θέλουν ορισμένοι είτε όχι, είναι το Μνημόνιο. Το πρώτο Μνημόνιο, παρά το ότι περιείχε πολλά διαρθρωτικά μέτρα, επικεντρώθηκε στην απαραίτητη σταθεροποίηση μέσω οριζόντιων περικοπών μισθών και συντάξεων, λόγω κυρίως της αδυναμίας τού πολιτικού προσωπικού και της διοίκησης να προχωρήσουν στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Ο ελληνικός λαός έδειξε αξιοσημείωτη αντοχή και ωριμότητα, ίσως μεγαλύτερη από το πολιτικό σύστημα και ουσιαστικά επέτρεψε, με τις θυσίες του, την επιβίωση της χώρας. Το δεύτερο Μνημόνιο, που μόλις αρχίζει να εφαρμόζεται, περιλαμβάνει σχεδόν αποκλειστικά δύσκολες αλλά απόλυτα αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες μάλιστα πρέπει να υιοθετηθούν τάχιστα και να εφαρμοστούν με συνέπεια και διάρκεια.

Δεύτερον, ευτυχώς για μας, διαθέτουμε πλέον έναν ουσιαστικό και εκτεταμένο μηχανισμό τεχνικής βοήθειας και επιτήρησης εκ μέρους των εταίρων μας, οι οποίοι έχουν και αυτοί δικαιολογημένο συμφέρον να γνωρίζουν ότι τα χρήματα τα οποία επένδυσαν στη σωτηρία της Ελλάδας δεν θα πάνε χαμένα. Αφού επανειλημμένα αποδείξαμε ότι δεν είμαστε ικανοί ούτε να καταρτίσουμε ούτε να εφαρμόσουμε με δική μας πρωτοβουλία και δράση ένα πρόγραμμα ανάταξης της χώρας, ας το κάνουμε τώρα με τη βοήθεια των εταίρων μας. Και από αυτή τη διαδικασία, η χώρα θα βγει πολλαπλά ωφελημένη και ενισχυμένη.

Τρίτον, διαθέτουμε από την περασμένη εβδομάδα μια μικρότερη μεν αλλά συμπαγέστερη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η οποία λοιδορούμενη και απειλούμενη ψήφισε το νέο πρόγραμμα. Επιπλέον, η διαχωριστική γραμμή που διαπερνά τώρα ολόκληρο το πολιτικό φάσμα είναι το ευρωπαϊκό – μεταρρυθμιστικό στρατόπεδο απέναντι στις δυνάμεις της δραχμής και της ακινησίας. Το τοπίο μάλιστα αυτό δεν φαίνεται να απειλείται από τις επερχόμενες εκλογές, αφού η κοινωνία παραμένει πλειοψηφικά πιστή στο ευρωπαϊκό μέλλον της χώρας και οι βασικές πολιτικές δυνάμεις (ας ελπίσουμε και η ΔΗΜΑΡ) έχουν ήδη δεσμευθεί στην υλοποίηση του προγράμματος και μετά τη λαϊκή ετυμηγορία.

Τέταρτον, έχουμε πλέον χρόνο, χρήμα και όρους σταθερότητας που μας επιτρέπουν να ανατρέψουμε το κλίμα αβεβαιότητας και δυσπιστίας, να ανακτήσουμε την αξιοπιστία μας και να αναστρέψουμε την καθοδική πορεία της οικονομίας, που αποτελούν τις βασικές προϋποθέσεις για επενδύσεις και ανάπτυξη.

Πέμπτον, μπορούμε να ελπίζουμε ότι και το κλίμα στην Ευρώπη αλλάζει. Επειτα από πολλούς δισταγμούς και πισωγυρίσματα δημιουργείται στον ευρωπαϊκό χώρο η πεποίθηση ότι μόνον όλοι μαζί μπορούμε να προχωρήσουμε με σταθερότητα και ασφάλεια. Ο μόνιμος μηχανισμός διάσωσης και το νέο δημοσιονομικό σύμφωνο, υπερβαίνουν τη σημερινή στενή λογιστική μηχανική της ΟΝΕ και συνιστούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για το πέρασμα σε ενιαία οικονομική διακυβέρνηση και σε από κοινού διαχείριση του χρέους των κρατών – μελών της ευρωζώνης με την έκδοση ευρωομολόγου και την ανάδειξη της ΕΚΤ σε ύστατο δανειστή.

Η οικονομία λειτουργεί με κύκλους, και για να ξαναβρεθούμε στην κορυφή του κύματος που έρχεται θα πρέπει να ανασκουμπωθούμε και να εφαρμόσουμε πλήρως το νέο πρόγραμμα, όχι σαν κάτι που μας επιβάλλεται έξωθεν, αλλά ως εγγύηση της δικής μας αξιοπρέπειας και της αξιοπρέπειας που οφείλουμε να εξασφαλίσουμε για τις επόμενες γενεές.

Γι’ αυτό λέω ότι βρισκόμαστε στο τέλος της αρχής και είναι στο χέρι μας και μόνο να μην αποδειχθεί ότι βρισκόμαστε στην αρχή του τέλους.

Ο Ξενοφών Γιαταγάνας είναι επιστημονικός διευθυντής του Ελληνικού Κέντρου Ευρωπαϊκών Μελετών και Ερευνών (ΕΚΕΜΕ) και πρώην νομικός σύμβουλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής