Το Μνημόνιο ΙΙ, που στην πραγματικότητα μας επέβαλαν οι δανειστές, δείχνει ότι η χώρα δεν διαθέτει συγκροτημένη οικονομική στρατηγική. Στερείται συγκεκριμένου σχεδίου για την ανάταξη και ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Κινείται σε έναν φαύλο κύκλο δανεισμού, προκειμένου να καλύψει προηγούμενες δανειακές ανάγκες. Η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να αντεπεξέλθει στις νέες απαιτήσεις όσο αρνείται να υλοποιήσει τις διαρθρωτικές αλλαγές και τις αποκρατικοποιήσεις, να ανοίξει τα κλειστά επαγγέλματα, να προχωρήσει στην αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας. Η άρνηση αυτή δεν δείχνει μόνο αδυναμία και ανεπάρκεια, αλλά επιβεβαιώνει τη συντεχνιακή οργάνωση της κοινωνίας, την εμμονή του πολιτικού συστήματος στις πελατειακές σχέσεις και την προσκόλλησή του σε έναν άκρατο λαϊκισμό.

Ενώ εδώ και δύο χρόνια βιώνουμε τον εφιάλτη της χρεοκοπίας, κανείς, με πρώτο το πολιτικό σύστημα, δεν θέλει να αλλάξει τίποτα. Γι’ αυτό και ακολουθούν τον εύκολο δρόμο των οριζόντιων περικοπών. Μια πολιτική που στα λόγια την ξορκίζουν, αλλά στην πράξη την υπηρετούν με συνέπεια, παραβλέποντας τις τραγικές επιπτώσεις που έχει στην οικονομία, με την ύφεση να νεκρώνει κάθε οικονομική και παραγωγική δραστηριότητα. Τα πλήγματα που έχουν δεχθεί εξαιτίας των οριζόντιων περικοπών τα εισοδήματα, η απασχόληση, η κοινωνική ευημερία είναι τρομακτικά. Την ίδια στιγμή δεν διαφαίνεται καμιά προοπτική νέων επενδυτικών πρωτοβουλιών, ενώ η έλλειψη πιστώσεων έχει οδηγήσει πολλές επιχειρήσεις, ειδικά μικρού και μεσαίου μεγέθους, σε δεινή ταμειακή κατάσταση. Αποτέλεσμα, η δραματική αύξηση του βραχυχρόνιου κόστους, με συνέπεια να μην είναι εφικτή η μείωση των τιμών.

Το βασικό πρόβλημα της χώρας αυτή τη στιγμή δεν είναι τόσο το Μνημόνιο ΙΙ όσο η απουσία οικονομικής στρατηγικής, προσανατολισμένης στον στόχο του μικρότερου και αποτελεσματικότερου δημόσιου τομέα, η οποία θα οδηγούσε σε μείωση των ελλειμμάτων, στη σταθεροποίηση των δημόσιων δαπανών σε χαμηλότερα επίπεδα και στην εξασφάλιση των φορολογικών εσόδων.

Παρά τα μέτρα που έχουν ληφθεί, η λειτουργία του δημόσιου τομέα συνεχίζει να είναι πολύπλοκη, με τεράστιο διοικητικό κόστος και ουσιαστικά χωρίς τη στοιχειώδη παρακολούθηση των δαπανών σε τομείς όπως η υγεία, η εκπαίδευση και η άμυνα. Ως εκ τούτου, αν δεν καθιερωθεί μια συστηματική παρακολούθηση των δαπανών σε καίριους τομείς, μέσω ενός ευέλικτου και ελεγχόμενου συστήματος προϋπολογισμών του κάθε υπουργείου, δεν θα επιτευχθεί η εξυγίανση του δημόσιου τομέα. Επίσης, όσο οι δαπάνες παραμένουν ανεξέλεγκτες, εξυπηρετώντας κυρίως τις πελατειακές σχέσεις της εκάστοτε πολιτικής διοίκησης, δεν θα καταστεί δυνατή η αναγκαία δραστική μείωσή τους.

Ενα άλλο καίριο ζήτημα είναι η προσέλκυση ξένων επενδύσεων, με την προηγούμενη θεσμοθέτηση ειδικών κινήτρων. Βέβαια, επενδύσεις σε μια χώρα που βρίσκεται στο επίπεδο ελεγχόμενης χρεοκοπίας ακούγονται κάπως παράταιρες. Ωστόσο, η Ελλάδα μπορεί να συνιστά επενδυτική ευκαιρία σε τομείς όπου διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα, όπως ο τουρισμός, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η πρωτογενής παραγωγή (π.χ. βιολογικά προϊόντα), αλλά και στον τομέα της αξιοποίησης (ορθής και βιώσιμης) της κρατικής περιουσίας.

Οι επενδύσεις βέβαια προϋποθέτουν ελκυστικό φορολογικό περιβάλλον και θεσμοθέτηση φορολογικών ελαφρύνσεων για τους επενδυτές που συμβάλλουν στην αύξηση της απασχόλησης και των εισοδημάτων. Με υψηλό φορολογικό συντελεστή δεν πρόκειται να προσεγγίσουμε καμία ξένη επένδυση. Οφείλουμε να λάβουμε υπόψη την περίπτωση της Κύπρου. Εθνικό μετρήσιμο στόχο και οργανικό κομμάτι μιας νέας οικονομικής στρατηγικής οφείλει να αποτελέσει και η αύξηση των εξαγωγών. Τέλος, βασική προτεραιότητα, σήμερα που η αγορά πλήττεται από πρωτοφανή ύφεση, πρέπει να αποτελέσει η στήριξη των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες αποτελούν το 90% των επιχειρήσεων και των εσόδων του κράτους από τη φορολόγησή τους. Σημαντικός για το ζήτημα αυτό καθίσταται ο ρόλος των τραπεζών και ο αναπροσανατολισμός των δραστηριοτήτων τους, σε συνδυασμό και με την αξιοποίηση των κονδυλίων του ΕΣΠΑ.

Ταυτόχρονα, ρεαλιστική θα ήταν μια πολιτική που θα εξέταζε, έπειτα από διακανονισμούς, τη δυνατότητα κουρέματος μέρους των τραπεζικών χρεών και των φορολογικών υποχρεώσεων διαφόρων επιχειρήσεων, με στόχο την άμεση είσπραξη μέρους των οφειλών και την εξεύρεση πόρων στο εύλογο χρονικό διάστημα των δύο ετών.

Η αύξηση των εσόδων δεν μπορεί να στηριχθεί άλλο στη γνωστή μέθοδο των έκτακτων εισφορών, οι οποίες μειώνουν τα εισοδήματα και λειτουργούν αποτρεπτικά στην ανάπτυξη επιχειρηματικών δράσεων, επιτείνοντας την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια. Οι εισφορές χρειάζεται να αντικατασταθούν με ένα ορθολογικό φορολογικό σύστημα, που θα στηρίζεται στην αποφασιστική μείωση των περισσότερων φορολογικών συντελεστών.

Σήμερα, πλέον, όλοι έχουμε συνειδητοποιήσει ότι η χώρα μας δεν μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο. Χρειάζονται αλλαγές παντού. Το υπάρχον πολιτικό σύστημα δυστυχώς δεν θέλει να αλλάξει τίποτα. Μοναδικό του μέλημα είναι η νομή της εξουσίας. Αν δεν προχωρήσουμε σε πραγματικές ανατροπές, υλοποιώντας τις δεσμεύσεις που έχουμε αναλάβει, το μόνο που θα καταφέρουμε είναι να ανακυκλώνουμε και να διευρύνουμε περαιτέρω τα τραγικά αδιέξοδα μιας πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης.

Η Αλεξάνδρα Πάλλη είναι μέλος του ΔΣ του ΕΒΕΑ και αντιπρόεδρος της Eurocommerce