Ευκατάστατος ή εύπορος, πλούσιος ή λεφτάς, βαθύπλουτος, πάμπλουτος, ζάπλουτος η γκάμα είναι ευρύτερη• ας αρκεστούμε στο ότι από εύπορος και πάνω δεν παθαίνει κανείς ιλίγγους από λογαριασμούς του πετρελαίου θέρμανσης και της ΔΕΗ. Εκτός από την ανωτέρω διάκριση, που είναι ποσοτική, έχουμε και την ποιοτική: οι λίγο ή πολύ πλούσιοι διαχωρίζονται σ’ εκείνους που αισθάνονται και διάγουν ως τέτοιοι και σε όσους «είναι φτωχοί και απλώς έχουν λεφτά». Στην κατηγορία των «φτωχών με λεφτά» υπάγω όσους επηρεάζονται από την ανεβασμένη τιμή του μαρουλιού ενώ έχουν ενάμισο εκατομμύριο ευρώ κατατεθειμένο σε ποικίλματα τραπεζικά.

Καθώς οι φετινές γιορτές έχουν μεταβληθεί σε επιμνημόνια κωμικο-τραγικά δρώμενα με ραγδαία αύξηση των νεόπτωχων, θυμίζω ότι πτωχός στ’ αρχαία σημαίνει «ζαρωμένος, μαζεμένος, συνεπτυγμένος», από το ρήμα «πτύσσω». Οι φτωχοί είναι ήδη και οι νεόπτωχοι συμπολίτες θα καταντήσουν συντόμως ζαρωμένοι: η φτώχεια συρρικνώνει υλικώς και καταρρακώνει το ανθρώπινο ήθος σύμφωνα με τη σοσιαλιστική θεώρηση του Μαξίμ Γκόρκι και του Μπρεχτ, μα και ο Αριστοφάνης, ταγμένος υπέρ του δίκαιου και έντιμου πλουτισμού, βάζει στον Πλούτο τον Βλεψίδημο να λέει πως πουθενά στον κόσμο δεν υπάρχει χειρότερος καταστροφέας από την Πενία («ουδαμού ουδέν πέφυκε ζώον εξωλέστερον»). Στον αντίποδα κινείται η καθαγίαση της πενίας από τους αναρχο-χριστιανούς Ντοστογιέβσκι και Παπαδιαμάντη• ο τελευταίος δείχνει πεπεισμένος πως δεν θα επικρατήσει ποτέ ο κομμουνισμός: «Η πλουτοκρατία ήτο, είναι και θα είναι ο μόνιμος άρχων του κόσμου, ο διαρκής Αντίχριστος. Αύτη γεννά την αδικίαν, αύτη τρέφει την κακουργίαν, αύτη φθείρει σώματα και ψυχάς».

Εφόσον δεχθούμε πως δεν είναι μόνον ετυμολογικό το ζάρωμα, δύσκολα θα εντοπίσουμε θετικά γνωρίσματα στη ζωή της περιλάλητης φτωχολογιάς. Το «φτωχός πλην τίμιος» είναι μύθευμα που πρέπει να αντικατασταθεί από το «φτωχός, δηλαδή άτιμος», εν τη εννοία ότι ο προλετάριος διάγει ατιμωτικόν βίον de facto και ανεξαρτήτως ατομικών προθέσεων: εφόσον στερούμαι από τα αναγκαία για τον αξιοπρεπή (= μεσοαστικόν) βίον μόρφωση, ελεύθερος χρόνος, διακοπές στην Κύθνο κ.ο.κ. τότε, όσο «περήφανη κι αθάνατη εργατιά» κι αν μαζοχιστικώς αισθάνομαι, δεν παύω να είμαι βουλιαγμένος στην αποκτηνωτική ανέχεια. (Από τα ανωτέρω εξαιρώ την αυτόβουλη πτώχευση την ελαχιστοποίηση του καταναλωτισμού, ακριβέστερα της κατ’ επιλογήν ασκητικής ή μοναστικής ζωής.)

Ο Κ. Π. Καβάφης έχει εγκύψει και σε αυτό το ζήτημα. Στο ποίημα «Μια νύχτα» εκφράζει τη ρομαντική αντίληψη πως μπορεί να προκύψει κάτι το (νοσηρά, έστω) ωραίο ακόμη και μέσα σε μια «κάμαρη πτωχική και πρόστυχη». Και καθότι «εν μέρει δεξιός κι εν μέρει αριστερίζων» στα εθνικά θέματα, κεντροαριστερός ωστόσο στα κοινωνικά, ο Καβάφης κατά την ύστερη και ωριμότερην εργασία του (1928) συντάσσεται με την άποψη ότι η μισθωτή εργασία ταλαιπωρεί και φθείρει τον περικαλλή πλην προλετάριο νέο της ελληνιστικής Αλεξάνδρειας

που πήε χαμένος:

δεν έγινε, εννοείται, άγαλμά του ή ζωγραφιά

στο παληομάγαζο ενός σιδερά ριχμένος,

γρήγορ’ απ’ την επίπονη δουλειά,

κι από λαϊκή κραιπάλη, ταλαιπωρημένη, είχε φθαρεί.

Με τα λόγια του πιο έγκυρου και προσεκτικού καβαφιστή για το ίδιο ποίημα: «Σχετικός με τον »ιστορικό», αλλά διόλου ταυτόσημος, είναι ο »κοινωνικός» Καβάφης. Αγκαλά και η ποίησή του, ως κοινωνικό φαινόμενο, έχει κατά κόρον συζητηθεί (και κάποτε κωμικοτραγικά παρερμηνευθεί από αδρανείς κριτικούς), πολύ λιγότερο έχει προσεχτεί ως κρυστάλλωμα κοινωνικής παρατήρησης και ενέργειας […]. Ξεχνούμε, π.χ., ότι από το 1909 ώς το 1918 ο ποιητής συνεργαζόταν αποκλειστικά στα δυο αλεξανδρινά περιοδικά, τα Γράμματα και την Νέα Ζωή, που είχαν για κύριο ιδεολογικό συνεργάτη τους τον Γ. Σκληρό […]. Διαξιφιζόμαστε ατέρμονα μπρος στα «Τείχη» ή απαγγέλλουμε δημοσία το «Ας φρόντιζαν», αλλά ένα ποίημα σαν το «Μέρες του 1909, ’10 και ’11», βαρύ από την διαπίστωση της ανθρώπινης σπατάλης (άλλοι θα την ονόμαζαν «αλλοτρίωση»), το προσπερνούμε είτε το κατατάσσουμε μηχανικώς στα »ηδονικά»» (Γ. Π. Σαββίδης, «O δραστικός λόγος του Kαβάφη»).

Συνεπώς η εξύμνηση της «φτωχολογιάς», της «εργατιάς» και των παρομοίων ευήχων ανήκει πλήρως στο αξιακό σύστημα της Δεξιάς. Την κορύφωση τέτοιων εξυμνήσεων, που είναι και προαπαιτούμενο για την ταξική συνειδητότητα, τη δίνει η μοιρολατρική πρόσληψη της καπιταλιστικής «αιωνιότητας», όπως την απηχούν οι ωραίοι λαϊκοί στίχοι του Στ. Κουγιουμτζή: «[…] βιάστηκα πολύ να σ’ αγαπήσω / γιατί εγώ γεννήθηκα φτωχός. / Μη μου λες τη μοίρα μου ν’ αλλάξω, / δεν υπάρχει τρόπος δυστυχώς / πιο ψηλά λιγάκι να πετάξω, / γιατί εγώ γεννήθηκα φτωχός».

Υπό την κεντροαριστεράν έποψιν, διασταλτικώς, οι μισθωτοί και οι άνεργοι (καθώς και οι άνεργοι εξ εφέδρων) επιδοκιμάζονται στον βαθμό που δεν μεμψιμοιρούν παρά επιδιώκουν συλλογικά και συνειδητά να μετάσχουν στην πολιτική εξουσία έως ότου ηγεμονεύσουν στην κοινωνία. Μα τελικώς μία παροιμιώδης φράση συνοψίζει τα κεντροαριστερά διδάγματα με συναρπαστική σαφήνεια που πιάνει και το Πάσχα: «Εχει ο σάκος άλευρα; Χριστός Ανέστη. Δεν έχει; Θάνατον πατήσας».

Ο Μίμης Σουλιώτης είναι ποιητής και διδάσκει λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας

dsouliot@gmail.com