Η συμμετοχή του ΛΑΟΣ στη νέα κυβέρνηση αποτελεί αξιοσημείωτο γεγονός στην ιστορία της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, γεγονός που υπερβαίνει το βάρος της ολιγόμηνης παρουσίας τεσσάρων στελεχών του στο Υπουργικό Συμβούλιο. Σηματοδοτείται η συμβολική και ουσιαστική νομιμοποίηση της ελληνικής Ακροδεξιάς. Τερματίζεται η εξορία της από την κυβερνητική εξουσία 37 έτη μετά την πτώση της δικτατορίας. Η εξέλιξη δικαιολογεί και επιβάλλει την αυτόνομη αξιολόγησή της, ανεξάρτητα από τη συνολική γνώμη που έχει κανείς για τον σχηματισμό, τη σύνθεση και τις διαδικασίες κυοφορίας της νέας κυβέρνησης. Προφανώς η συμμετοχή της Ακροδεξιάς δεν είναι αποκομμένη από τις πολιτικές συνδηλώσεις της νέας κυβέρνησης. Ταυτόχρονα όμως είναι άλλης τάξης θέμα και ως τέτοιο θα έπρεπε να τίθεται. Εχουν όμως πάθει οι επικριτές της κυβέρνησης (κυρίως οι εξ αριστερών) ό,τι κι ο βοσκός του μύθου: καταγγέλλοντας μονίμως εκτροπές και πραξικοπήματα, δεν ακούγονται όταν ο λύκος μπαίνει στο μαντρί. Και από την άλλη πλευρά, όσοι θεωρούν θετική αυτή την κυβέρνηση, έστω ως αναγκαίο κακό ή μοναδική επιλογή, θα έπρεπε να αντιδρούν επίσης στην παρουσία του ΛΑΟΣ στους υπουργικούς θώκους. Το φαιό στίγμα σκιάζει και εν τέλει υπονομεύει τη διατυμπανιζόμενη «εθνική συνεννόηση».

Κατά την προσωπική μας άποψη, λοιπόν, οι τέσσερις εκπρόσωποι του ΛΑΟΣ αποτελούν θεμελιακή αστοχία υλικού στη σύνθεση της κυβέρνησης. Είτε κρίνουμε ότι η κυβέρνηση Παπαδήμου έχει αντιλαϊκό χαρακτήρα είτε φρονούμε ότι σε τούτη την κρίσιμη συγκυρία η διακομματική συνεννόηση είναι σωτήρια, η δική τους υπουργοποίηση παραβιάζει την «κόκκινη γραμμή»: θίγει τον φιλελεύθερο χαρακτήρα του κράτους δικαίου. Και μόνη η συμμετοχή τους εγείρει ισχυρές ενστάσεις για τη νέα κυβέρνηση, ενστάσεις που ήδη εγείρονται έντονα σε ξένα ΜΜΕ και διεθνή όργανα την ώρα που εδώ επικρατεί εύγλωττη σιωπή. Ας μην ξεχνάμε μάλιστα ότι η συμμετοχή αυτή δεν ήταν απαραίτητη για τον σχηματισμό της κυβέρνησης. Ο «μεγάλος συνασπισμός» ήταν εφικτός ούτως ή άλλως. Ηταν επιλογή των δύο μεγάλων της συμμαχίας να συμμετάσχει ο ΛΑΟΣ. Επιλογή βέβαια συμβατή με το γενικότερο κλίμα «συναίνεσης» που δημιουργήθηκε στα ΜΜΕ και την προσδοκία της πλειονότητας των πολιτών να τερματιστεί η πολιτική εκκρεμότητα. Επιλογή κυρίως συμβατή με το πολυετές ξέπλυμα της εγχώριας Ακροδεξιάς που επιτελούν τα ιδιωτικά τηλεοπτικά δίκτυα.

Η πολιτική μας αξιολόγηση συνεκτιμά αλλά υπερβαίνει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά και την ιστορία των προσώπων. Οι εθνικιστικές, φιλοδικτατορικές, αντισημιτικές ιδέες, η θητεία σε βίαιες φασιστικές ομάδες και χουντικά μορφώματα, οι αμφίβολης σοβαρότητας τοποθετήσεις έχουν βέβαια τη σημασία τους. Ομως το κύριο ζήτημα είναι το ακροδεξιό στίγμα του κόμματος, στίγμα που δεν μπορεί να σβήσει καμιά «δημοκρατική παντομίμα». Αρκούν ως απόδειξη τα λόγια του κ. Καρατζαφέρη: «Να τους κόψουν τα πόδια (τους ακροδεξιούς), να τους αποκεφαλίσουν, να τους βγάλουν τα μάτια. Ποσώς με ενδιαφέρει. Ας τη γρατσουνίσουν, ας τη λασπώσουν, είναι κάτι που δεν μου ανήκει. Αν θέλουν να βρουν Ακροδεξιά ας ψάξουν στο 0,8% του κ. Βορίδη. Αυτός είναι στην ομάδα του κ. Λεπέν. Εγώ ανήκω στην ευρωπαϊκή Δεξιά…».

Ζούμε εσχάτως την οξύτερη εκδοχή της πανευρωπαϊκής τάσης για ετεροκαθορισμό της πολιτικής. Ακόμα και τούτη την ώρα, όμως, οφείλουμε διαρκώς να αναρωτιόμαστε: πόση αύξηση του δημοκρατικού ελλείμματος μπορούμε να δικαιολογήσουμε στο όνομα της μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος; Δεν εγείρεται ζήτημα προάσπισης θεμελιωδών αρχών μιας ανοιχτής δημοκρατικής πολιτείας όταν πολιτικός παράγοντας που επιδιώκει ρόλο ρυθμιστή διέπεται από τέτοιες ιδέες: «Είμαστε οι μόνοι αληθινοί Ελληνες. Δεν είμαστε ομοφυλόφιλοι, Εβραίοι και κομμουνιστές»;

Και ένα τελευταίο σημείο. Μέλη της κυβέρνησης διακηρύσσουν σε όλους τους τόνους πως οι επιμέρους ενστάσεις πρέπει να παραμεριστούν μπροστά στην ανάγκη συναίνεσης. Ακούγεται λογικό. Με ενδιαφέρον αναμένουμε λοιπόν την επιβεβαίωση αυτής της αρχής, πρώτα από τους ίδιους τους υπουργούς. Λαμπρή ευκαιρία τούς δίνει η δυνατότητα στήριξης του νομοσχεδίου «Καταπολέμηση εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας» του υπουργείου Δικαιοσύνης, όταν (και εάν) αυτό έρθει στη Βουλή. Υπάρχει όμως ένα μικρό αγκάθι: στελέχη της κυβέρνησης θα μπορούσαν να διώκονται ποινικά καθώς, με τον δικό του τρόπο ο καθένας και σε διαφορετική ένταση, έχουν κατά καιρούς εκφράσει απόψεις που μπορούν άνετα να υπαχθούν στις διατάξεις αυτού του νομοσχεδίου.

Ο Κωστής Παπαϊωάννου είναι πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου

www.antiphono.wordpress.com