Διαβάζοντας τον σχετικό νόμο που ψηφίστηκε από τη Βουλή και αφορά το ενιαίο μισθολόγιο – βαθμολόγιο και την εργασιακή εφεδρεία, θυμήθηκα από τα φοιτητικά μου χρόνια τη θεωρία του Μαξ Βέμπερ περί εργαλειακής ορθολογικότητας, δηλαδή, συνοπτικά, τον τρόπο επιλογής των κατάλληλων μέσων για την επίτευξη οποιουδήποτε σκοπού. Και επειδή, όπως μας προτρέπουν και οι ειδικοί της UNESCO, «αν δεν μπορείς να αναλύσεις κάτι σωστά, πες το με ένα παράδειγμα», θα ξεκινήσω ευθύς αμέσως να αναπτύξω τη σκέψη μου μέσω ενός παραδείγματος.

Ας υποθέσουμε ότι επιχειρούμε να καταλάβουμε τι είναι καλό και τι πρέπει να κάνουμε για να έχουμε έναν παραγωγικό δημόσιο τομέα που θα υπηρετεί με επάρκεια τον έλληνα πολίτη και, όπως συνηθίζεται να λέγεται, θα είναι αρωγός στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Καταστρώνουμε, λοιπόν, ένα σχέδιο βάσει του οποίου θα επιτύχουμε τους σκοπούς μας και αξιολογούμε τα μέσα που θα χρησιμοποιήσουμε για να φτάσουμε στον στόχο μας, την αναβάθμιση δηλαδή των υπηρεσιών που προσφέρει το Δημόσιο στους έλληνες πολίτες. Μπροστά μας έχουμε τα βιογραφικά σημειώματα δυο ανθρώπων που εργάζονται στο Δημόσιο, δυο ξεχωριστές περιπτώσεις ανθρώπων ίδιας μορφωτικής βαθμίδας: το βιογραφικό σημείωμα της κυρίας Κομματίδη και το βιογραφικό σημείωμα του κυρίου Αξιοκρατίδη. Θεωρώ πως είναι γνωστοί σε όλους μας. Η κ. Κομματίδη, δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ξεκίνησε να εργάζεται στο Δημόσιο το 1990, μπήκε από το παράθυρο του πολιτικού συστήματος, δεν μιλάει καμιά ξένη γλώσσα και τα προγράμματα επεξεργασίας κειμένου στους υπολογιστές είναι γι’ αυτήν εξωτικά γκάτζετ για τη νέα γενιά. Ο κ. Αξιοκρατίδης, από την άλλη πλευρά, δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ξεκίνησε να εργάζεται στο Δημόσιο το 2004, μπήκε από την πόρτα του ΑΣΕΠ έπειτα από πολύχρονες διαδικασίες, μιλάει δυο ξένες γλώσσες και ως βασική προϋπόθεση για τον διορισμό του γνωρίζει καλά τη χρήση υπολογιστών. Επιπλέον, έχει παρακολουθήσει αρκετά επιδοτούμενα σεμινάρια του ΟΑΕΔ με σκοπό να αναβαθμίσει τις γνώσεις του. Λόγω των έκτακτων συνθηκών που δημιουργησε η κρίση, η ελληνική κυβέρνηση αποφασίζει να θέσει στην εφεδρεία έναν από τους δύο, όπως διαβάζουμε στον σχετικό νόμο, ως πλεονάζον προσωπικό. Ποιον επιλέγει να κρατήσει για να βελτιώσει το επίπεδο των υπηρεσιών του Δημοσίου; Μα φυσικά την κ. Κομματίδη.

Ας πάρουμε ένα ακόμη παράδειγμα δυο διαφορετικών βιογραφικών για να κατανοήσουμε το πρόβλημα της βελτίωσης των υπηρεσιών του δημόσιου τομέα, χρησιμοποιώντας πάλι τα ίδια ονόματα. Η κ. Κομματίδη αυτήν την φορά είναι εργαζόμενη στο Δημόσιο, πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, το ίδιο και ο κ. Αξιοκρατίδης. Η κ. Κομματίδη, κόρη υψηλόβαθμων δημοσίων υπαλλήλων, παρότι πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, διορίστηκε στο Δημόσιο από το παράθυρο το 2002 με σύμβαση σε θέση υποχρεωτικής εκπαίδευσης, αποκρύπτοντας το πτυχίο της, και δεν εργάστηκε ποτέ στην ειδικότητα για την οποία προσελήφθη, καθώς η σύμβασή της αποτελούσε απλώς ένα πρόσχημα για να πατήσει πόδι στον μεγάλο εργοδότη. Η εν λόγω σύμβαση ανανεώθηκε πολλές φορές με τον γνωστό τρόπο και κατόπιν, αφότου διαπιστώθηκε ότι κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του πολιτικού συστήματος, μονιμοποιήθηκε στη θέση της. Τελικά, η κ. Κομματίδη παρουσίασε στην υπηρεσία της το πτυχίο της και μετατάχθηκε στους εργαζόμενους πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, όπου και συνεχίζει την αμέριμνη εργασιακή της καριέρα. Ο κ. Αξιοκρατίδης, από την άλλη πλευρά, δεν είχε την τύχη (ή την ατυχία) να έχει γονείς δημοσίους υπαλλήλους ούτε γνώριζε κανέναν από το πολιτικό σύστημα για να τον βοηθήσει να κάμψει τις αντιστάσεις του μεγάλου εργοδότη. Είναι πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, έχει μεταπτυχιακά και διδακτορικό, μιλάει αρκετές ξένες γλώσσες και ύστερα από πολύχρονες και διαφανείς διαδικασίες διορίστηκε στο Δημόσιο το 2006 από την πόρτα του ΑΣΕΠ. Η ελληνική κυβέρνηση αποφασίζει να θέσει στην εφεδρεία έναν από τους δυο, όπως διαβάζουμε στον σχετικό νόμο, ως πλεονάζον προσωπικό. Ποιον επιλέγει να κρατήσει για να βελτιώσει το επίπεδο των υπηρεσιών του Δημοσίου; Μα φυσικά την κ. Κομματίδη.

Συνεπώς, ο νόμος που ψηφίστηκε μάς λέει το εξής: για να βελτιώσουμε τις υπηρεσίες του Δημοσίου απολύουμε όποιον έχει μπει αξιοκρατικά, όποιον έχει διοριστεί έπειτα από πολύχρονες και δαπανηρές διαδικασίες από το ΑΣΕΠ και όποιον έχει τα περισσότερα προσόντα. Μακάρι να ίσχυε αυτή η αντεστραμμένη λογική και στις δίαιτες. Να αδυνατίζει όποιος τρώει περισσότερο.

Ο Βασίλης Μαγκλάρας είναι διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών