Οπως είναι γνωστό οι άμεσοι φόροι και οι οριζόντιες περικοπές πλήττουν πιο πολύ τους οικονομικά αδύνατους. Αυτό ισχύει πολλαπλάσια για τα εξαρτημένα από τα ναρκωτικά άτομα που αντιμετωπίζουν την απόλυτη εξαθλίωση. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος θα αναφερθώ στο ΚΕΘΕΑ (Κέντρο Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων), μια οργάνωση διεθνούς αναγνώρισης που εδώ και δεκαετίες έχει βοηθήσει χιλιάδες ανθρώπους να βγουν από την κόλαση των ναρκωτικών. Αυτά τα άτομα συμμετέχουν στα λεγόμενα «στεγνά» προγράμματα απεξάρτησης – δηλαδή απεξάρτησης χωρίς τη βοήθεια υποκατάστατων ουσιών όπως η μεθαδόνη. Το ΚΕΘΕΑ έχει ένα εξαιρετικά υψηλό ποσοστό επιτυχίας.

Η πλειοψηφία των «αποφοίτων» από τα προγράμματα δεν επιστρέφουν στη χρήση ουσιών. Ενας από τους βασικούς λόγους για αυτό το εντυπωσιακό αποτέλεσμα είναι πως η οργάνωση έχει μηχανισμούς που στοχεύουν στη στήριξη των ατόμων μετά την αποφοίτησή τους (λειτουργούν για παράδειγμα προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης). Είναι ακριβώς για αυτό τον λόγο που αυτή τη στιγμή παραμένουν σε εκκρεμότητα αιτήματα προς το ΚΕΘΕΑ είκοσι πόλεων για τη δημιουργία στεγνών προγραμμάτων.

Σε ό,τι αφορά τώρα τις σημερινές δυσκολίες, η κυβέρνηση σχεδιάζει ένα «κούρεμα» 50%, την ένταξη ενός μεγάλου αριθμού εργαζομένων στην εφεδρεία, καθώς και διαρθρωτικές αλλαγές που θα μειώσουν δραματικά την αποτελεσματικότητα και θα διαβρώσουν τη μοναδική φυσιογνωμία του ΚΕΘΕΑ.

Στη σημερινή συγκυρία όμως, μια οργάνωση σαν το ΚΕΘΕΑ χρειάζεται περισσότερους πόρους – αφού η κρίση εντείνει την παραβατικότητα, τις ψυχικές διαταραχές και τη φυγή των νέων στους τεχνητούς παραδείσους των ναρκωτικών.

Με βάση τα παραπάνω, είναι απαραίτητο να διασωθεί το ΚΕΘΕΑ από τη λαίλαπα των περικοπών για τρεις βασικούς λόγους:

< Πρώτον, η πολιτεία έχει το ηθικό καθήκον, ιδίως σε περιόδους κρίσης, να στηρίξει άτομα που αντιμετωπίζουν επί καθημερινής βάσης την κοινωνική απαξίωση, την κλινική κατάθλιψη και, πολύ συχνά, τον θάνατο.

< Δεύτερον, η οικονομική στήριξη του ΚΕΘΕΑ θα κοστίσει πολύ λιγότερο από το ποσό που θα χρειαστεί για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων που η αποδυνάμωση του ΚΕΘΕΑ (και παρόμοιων οργανώσεων) θα επιφέρει.

< Τρίτον, το ΚΕΘΕΑ λειτουργεί με απόλυτη διαφάνεια και με ένα προσωπικό που θεωρεί αυτό που κάνει λειτούργημα. Η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων είναι στην «πρώτη γραμμή», παρέχοντας υπηρεσίες στα εξαρτημένα άτομα στον δρόμο, στη φυλακή και σε πολυάριθμες μονάδες σε όλη την Ελλάδα. Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια νησίδα ποιότητας – και ως γνωστόν δεν υπάρχουν πολλές τέτοιες στη χώρα μας.

Συμπέρασμα: Δεν είναι δυνατόν μια κρατική υπηρεσία που ασχολείται, για παράδειγμα, με τον αθλητισμό να αντιμετωπίζεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως μια οργάνωση που έχει σαν στόχο να σώζει χιλιάδες νέους και νέες από τον ψυχολογικό ή και τον βιολογικό θάνατο.

Η οριζόντια, ισοπεδωτική λογική στον τρόπο μείωσης των κρατικών δαπανών είναι ηθικά βάρβαρη, κοινωνικά άδικη και οικονομικά ασύμφορη.

Ο Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας του LSE και μέλος του ΔΣ του ΚΕΘΕΑ.